Amélie
Nothomb
Το
ημερολόγιο του χελιδονιού
Ξυπνάμε μεσονυκτίς αγνοώντας παντελώς
ό,τι γνωρίζαμε. Πού είμαστε; Τι συμβαίνει; Για μια στιγμή δεν θυμόμαστε τίποτα.
Ούτε αν είμαστε παιδιά ή ενήλικες, ένοχοι ή αθώοι. Αυτό το σκοτάδι το φέρνει η
νύχτα ή ένα μπουντρούμι;
Πιο έντονα ακόμη, καθώς πρόκειται για τη
μονάκριβη αποσκευή που διαθέτουμε, ξέρουμε το εξής: είμαστε ζωντανοί. Ποτέ δεν
ήμασταν τόσο: απλώς είμαστε ζωντανοί. Σε τί συνίσταται η ζωή σε αυτό το κλάσμα
του δευτερολέπτου κατά τη διάρκεια του οποίου έχουμε το σπάνιο προνόμιο να μην
έχουμε ταυτότητα;
Σε αυτό: στο να φοβόμαστε.
Βέβαια, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία
από αυτήν τη σύντομη αμνησία όταν ξυπνάμε. Είμαστε το μωρό που γνωρίζει την
γλώσσα. Με μία λέξη μπορούμε να εκφράσουμε αυτήν την ακατανόμαστη ανακάλυψη της
ίδιας της γέννησης: αισθανόμαστε να μας ελκύει ο τρόμος του ζωντανού.
Κατά τη διάρκεια αυτής της ολίσθησης
καθαρής αγωνίας, ούτε καν θυμόμαστε πως, βγαίνοντας από ένα όνειρο, είναι
πιθανό να προκληθούν παρόμοια φαινόμενα. Σηκωνόμαστε, ψάχνουμε την πόρτα,
αισθανόμαστε χαμένοι, όπως σε ένα ξενοδοχείο.
Έπειτα, σε μια αναλαμπή, οι αναμνήσεις
αφομοιώνονται στο σώμα και μας επιστρέφουν αυτό που μας γεννά τις ώρες της
ψυχής. Επαναπαυόμαστε και εξαπατούμαστε. Ώστε είμαστε αυτό, μόνο αυτό.
Αυτόματα αποκαθίσταται η γεωγραφία της
φυλακής καθαυτής. Το δωμάτιό μου βλέπει σε ένα νιπτήρα όπου γίνομαι μούσκεμα
μπούζι. Τι προσπαθούμε καθαρίζοντας το πρόσωπο με μια ανάλογη δόση ενέργειας
και κρύου;
Στην πορεία, ο μηχανισμός τίθεται σε
λειτουργία. Καθένας έχει τον δικό του, καφέ-τσιγάρο, τσάι-φρυγανιά ή
σκύλο-λουρί, κανονίζουμε το προσωπικό μας δρομολόγιο προκειμένου να βιώσουμε
τον ελάχιστο δυνατό φόβο.
Στην πραγματικότητα, αφιερώνουμε όλο μας
το χρόνο στον αγώνα ενάντια στον τρόμο του ζωντανού. Επινοούμε ορισμούς για να
του ξεφύγουμε: με λένε έτσι, έχω μια θέση εκεί, η δουλειά μου είναι να κάνω το
ένα και το άλλο.
Να υπογραμμιστεί ότι η αγωνία συνεχίζει
το έργο του φτυαριού. Δεν μπορούμε να φιμώσουμε εξολοκλήρου τον λόγο μας.
Νομίζουμε ότι μας λένε Φουλανίτο, ότι η δουλειά μας είναι να κάνουμε το ένα και
τ’ άλλο, αλλά ξυπνώντας, δεν υπήρχε τίποτε από αυτά. Ίσως επειδή δεν υπάρχει.
Όλα ξεκίνησαν πριν από οχτώ μήνες. Μόλις
έβγαινα από μια ερωτική απογοήτευση που ούτε καν αξίζει τον κόπο να μιλήσω για
αυτήν. Στον πόνο μου έπρεπε να προσθέσω και την ντροπή του πόνου καθαυτού. Για
να μου απαγορεύσω παρόμοιο πόνο, μου ξερίζωσα την καρδιά. Η επέμβαση
αποδείχτηκε εύκολη αλλά μικρής αποτελεσματικότητας. Ο τόπος του πόνου παρέμενε,
καταλαμβάνοντας τα πάντα, κάτω και πάνω από το δέρμα μου, μάτια και αυτιά. Οι
αισθήσεις μου ήταν οι εχθροί μου και δεν έπαυαν να μου θυμίζουν εκείνη την
ηλίθια ιστορία.
Οπότε αποφάσισα να σκοτώσω τα
συναισθήματά μου. Μου αρκούσε να βρω το
εσωτερικό αθόρυβο και να γλιστρήσω στον κόσμο του ούτε κρύο ούτε ζέστη. Ήταν
μια αισθητήρια αυτοκτονία, η αρχή μιας νέας ύπαρξης.
Από τότε δεν ξαναπόνεσα. Δεν είχα τίποτα.
Η βαριά κάπα που μπλόκαρε την αναπνοή μου, εξαφανίστηκε. Μαζί και τα άλλα.
Ζούσα ένα είδος του τίποτα.
Αφού πέρασαν τα δύσκολα, άρχισα στ’
αλήθεια να βαριέμαι. Σκεφτόμουν να ενεργοποιήσω πάλι το εσωτερικό αθόρυβο και
συνειδητοποίησα ότι δεν γινόταν. Αυτό με ανησύχησε.
Η μουσική που παλιά με συγκινούσε, τώρα
δεν μου προξενούσε καμία αντίδραση, μήτε στα βασικά αισθήματα, το φαγητό, το
ποτό, το μπάνιο μου ήταν αδιάφορα. Είχα στειρωθεί από παντού.
Η εξαφάνιση των συναισθημάτων δεν μου
στοίχισε. Στο τηλέφωνο η φωνή της μητέρας μου ήταν μόνο μια ενόχληση που με
έκανε να σκεφτώ μια διαρροή νερού. Σταμάτησα να ανησυχώ για αυτήν. Δεν ήταν άσχημα.
Κατά τα άλλα, τα πράγματα δεν πήγαιναν
καλά. Η ζωή είχε μετατραπεί σε θάνατο.
Αυτό που ενεργοποίησε τον μηχανισμό ήταν
ένας δίσκος των Radiohead. Είχε τον τίτλο Amnesiac.
Ο τίτλος ταίριαζε στο πεπρωμένο μου, που τελικά ήταν μια μορφή αισθητηριακής
αμνησίας. Τον αγόρασα. Τον άκουσα και δεν ένιωσα τίποτα. Συνέβη το ίδιο όπως
και με οποιαδήποτε άλλη μουσική. Άρχισα να παραιτούμαι στην ιδέα και μόνο να
έχω δαπανήσει άλλα εξήντα λεπτά χωρίς λόγο, ώσπου έφτασε το τρίτο κομμάτι, ο
τίτλος του οποίου αναφερόταν σε μια περιστρεφόμενη πόρτα. Βασιζόταν σε μια
διαδοχή άγνωστων ήχων που μεταδίδονταν με μια ύποπτη ηρεμία. Ο τίτλος κούμπωνε
στη μελωδία σαν το δαχτυλίδι στο δάχτυλο, καθώς ανασκεύαζε την γελοία έλξη που
νιώθει το μικρό παιδί από τις περιστρεφόμενες πόρτες, μη ικανό, σε περίπτωση
που αναλάβει το ρίσκο, να βγει από τον κύκλο τους. Εκ των προτέρων, δεν υπήρχε
τίποτε το συγκινητικό σε αυτό, αλλά ανακάλυψα, σκαλωμένο στην άκρη του ματιού,
ένα δάκρυ.
Μήπως ήταν επειδή εδώ και εβδομάδες δεν
είχα νιώσει τίποτα; Η αντίδραση μου φάνηκε υπερβολική. Το υπόλοιπο του δίσκου
δεν μου προξένησε παρά μια ασαφή έκπληξη καθώς τον άκουγα για πρώτη φορά. Με το
που τελείωσε, ξαναπρογραμμάτισα το τρίτο κομμάτι. Όλα μου τα μέλη άρχισαν να
τρέμουν. Τρελό από αναγνώριση, το σώμα μου έγερνε προς εκείνη την κοκαλιάρα μουσική
λες και επρόκειτο για ιταλική όπερα, τόσο βαθιά ευγνωμοσύνη είχε που επιτέλους
βγήκε από το ψυγείο. Πάτησα το πλήκτρο repeat για να επαληθεύσω εκείνη την μαγεία ad libitum.
Όπως κάθε φυλακισμένος που έχει βγει
πρόσφατα, παραδόθηκα στην ευχαρίστηση.
Ήμουν το αιχμάλωτο παιδί της γοητείας του από εκείνη την περιστρεφόμενη
πόρτα, ολοένα και γύριζα γύρω από εκείνον τον κύκλιο χορό. Φαίνεται πως οι
μαθητές του παλιού σχολείου αναζητούν την απώλεια αυτοέλεγχου για όλες τις
αισθήσεις: από την πλευρά μου, είχα μόνο μία που λειτουργούσε, αλλά, μέσα από
εκείνη τη χαραμάδα, μεθούσα ως τα μύχια της ψυχής μου. Κανείς δεν είναι τόσο
ευτυχισμένος όπως όταν βρίσκει τον τρόπο να χαθεί.
Μετά κατάλαβα: αυτό που από εδώ και στο
εξής με συγκινούσε, ήταν αυτό που δεν αντιστοιχούσε σε τίποτε κοινό. Αν ένα
συναίσθημα ανακαλούσε την χαρά, την λύπη, την αγάπη, την νοσταλγία, τον θυμό,
κλπ., με άφηνε αδιάφορο. Η ευαισθησία μου είχε να κάνει μόνο με συγκινήσεις
άνευ προηγουμένου, εκείνες που δεν μπορούσαν να ταξινομηθούν ανάμεσα στις καλές
ή στις κακές. Έκτοτε συνέβη το ίδιο με αυτό που μου προκάλεσαν οι ώρες των
συναισθημάτων: βίωνα μόνο εκείνα που δονούσαν στο επέκεινα του καλού και του
κακού.
Η ακοή με έκανε να επιστρέψω μεταξύ
των ζωντανών. Αποφάσισα να ανοίξω ένα νέο παράθυρο: το μάτι. Προφανώς η
σύγχρονη τέχνη γινόταν κατανοητή για τα όντα του είδους μου.
Πήγα σε τόπους που δεν είχα πάει
ποτέ ξανά, στις εκθέσεις του Μπομπούργκ, στη FIAC. Κοίταζα σχέδια που δεν είχαν
κανένα νόημα: ήταν αυτό που χρειαζόμουν.
Με την αφή τα ‘βρισκα σκούρα: τους
καιρούς που ακόμη δεν έκανε ψόφο, δοκίμασα το ξενύχτι και την μηχανή. Έτσι
λοιπόν, υστερούσα σεξουαλικά, ενώ ανέβαλα τη λύση σε αυτό το πρόβλημα.
Όσο για τη γεύση, ούτε εκεί τα
πράγματα ήταν εύκολα. Μου είχαν μιλήσει για αυτά τα τρελά αναλγητικά που είχαν
επινοήσει, ανθρακούχα συστατικά με απίστευτες γεύσεις, αλλά το στάνταρ μενού
της επιλογής τους στοίχιζε πεντακόσια ευρώ, το ήμισυ ακριβώς του μισθού μου ως
αγγελιαφόρος. Ούτε καν να το αναλογιστώ μπορούσα.
Το πιο υπέροχο στην όσφρηση είναι
ότι δεν υπαινίσσεται καμία κατοχή. Καταμεσής του δρόμου, κάποιος μπορεί να
αισθανθεί μαχαιρωμένος από ευχαρίστηση για το άρωμα που φοράει ένας άγνωστος.
Είναι η ιδανική αίσθηση, διαφέρει σε αποτελεσματικότητα από την ακοή, που πάντα
καλύπτεται, σε διακριτικότητα από την όραση, που συμπεριφέρεται όπως ένας
ιδιοκτήτης, σε λεπτότητα από την γεύση που απολαμβάνει μόνο όταν υπάρχει
κατανάλωση. Αν ζούσαμε σύμφωνα με τις διαταγές της, η μύτη θα μας έκανε
αριστοκράτες.
Έμαθα να πάλλομαι από μυρωδιές που μέχρι
πρότινος δεν συσχετίζονταν μεταξύ τους: η ζεστή πίσσα των
φρεσκοασφαλτοστρωμένων δρόμων, ένα
τσαμπί ντομάτες, οι αγυάλιστες πέτρες, το αίμα των φρεσκοκομμένων δέντρων, το
σκληρό ψωμί, ο πάπυρος της Βίβλου, τα νεκρά τριαντάφυλλα του χαμένου χρόνου, το
βινύλιο και οι γόμες της πρώτης φοράς έφτασαν, για μένα, να είναι αστείρευτες
πηγές ηδονής.
Όταν είχα διάθεση σνομπ, έμπαινα στα
μαγαζιά αυτών των αρωματοποιών που ζουν εσώκλειστοι εκεί και δημιουργούν
κατόπιν αιτήματος μοναδικά αρώματα. Έβγαινα πρόσχαρος από τις επιδείξεις τους,
μισητός στους πωλητές που είχαν καταβάλει τα μέγιστα για να μην αγοράσω τελικά
τίποτα. Δεν έφταιγα εγώ που ήταν πανάκριβα.
Πέρα από αυτά τα οσφρητικά ξεσπάσματα,
ή για την ακρίβεια εξαιτίας τους, το φύλο μου κατέληξε να διαμαρτύρεται.
Εδώ και μήνες δεν γινόταν τίποτα, ούτε
καν κατ’ ιδίαν. Όσο και να έσπαγα το κεφάλι μου να βρω λύση, όσο και να
φανταζόμουν το αφάνταστο, τίποτα, πραγματικά, κανένα σενάριο δεν με
γοήτευε. Οι πιο γκροτέσκ λογοτεχνίες αφιερωμένες
σε αυτό που γίνεται από τη μέση και κάτω, με άφηναν παγερό σαν μάρμαρο. Με τις
πορνοταινίες, πάλι, έσκαγα στα γέλια.
Το σχολίασα στον συνάδελφό μου
Μοχάμετ, ο οποίος μου είπε:
-Ξέρεις;
Μπορεί να φανεί κάπως ηλίθιο, αλλά βοηθά να είσαι ερωτευμένος.
Τι έξυπνο. Από όλες μου τις
αισθήσεις, αυτή ήταν η πιο ατροφική, για αυτήν θα ήταν πιθανό, μυστηριωδώς,
κάποιος να αποκρυσταλλλωθεί γύρω από τον άλλον. Καταλόγισα στον Μόμο ότι δεν
αντιλαμβανόταν το μίζερο ήθος μου και ξεφύσησα:
-Δεν έχουν ψωμί; Ας τους δώσουν τούρτες.
-Μα, από πότε; -με ρώτησε.
-Τουλάχιστον εδώ και πέντε μήνες.
Με κοίταξε και ένιωσα τον οίκτο του
να γίνεται υποτίμηση. Δεν έπρεπε να τον αναγκάσω να παραιτηθεί και να μην αυνανίζεται.
Αυτό μου θύμισε ένα επεισόδιο από Το
στομάχι του Παρισιού όπου ο φτωχός εξομολογείται στην όμορφη χασάπισα πως
έχει τρεις μέρες να φάει, πράγμα που μετατρέπει αμέσως την συμπόνοια της
στρουμπουλής γυναίκας σε μισητή περιφρόνηση, καθώς, για να επιβιώσει από μια παρόμοια
ταπείνωση, πρέπει να ανήκει σε ένα κατώτερο είδος.
Ένας ιερέας μου είχε πει ότι η
αγνότητα δεν έχει όρια. Οι κληρικοί που πραγματικά σέβονται αυτούς τους όρκους,
είναι το καλύτερο επιχείρημα για την πρακτική της μίας ή της άλλης μορφής
σεξουαλικότητας: είναι φρικτά όντα. Ήμουν διατεθειμένος για τα πάντα ώστε να
μην γίνω ένας από αυτούς.
Η ακοή είναι ένα ευαίσθητο σημείο.
Στην έλλειψη βλεφάρου πρέπει να προστεθεί μία ανεπάρκεια: κάποιος πάντα ακούει
αυτό που δεν θα ήθελε να ακούσει, αλλά δεν ακούει αυτό που χρειάζεται να
ακούσει. Όλος ο κόσμος είναι περήφανος στα αυτιά, συμπεριλαμβανομένων κι αυτών
που έχουν άριστη ακοή. Η μουσική, επίσης, λειτουργεί έτσι ώστε να πιστεύουμε
πως κυριαρχεί η πιο καταστροφική των αισθήσεων.
Η αφή και η ακοή κατάντησαν για μένα
τύφλωση και παράλυση: κατά περίεργο τρόπο άρχισα να ισοφαρίζω τις σεξουαλικές
μου αποχές με ένα είδος μουσικής παραμονής. Η δουλειά μου προσαρμόστηκε καλά σε
αυτό: από εδώ κι εμπρός, διέσχιζα το Παρίσι με σφηνωμένα ακουστικά στα αυτιά,
με τη μηχανή τσίτα στα γκάζια.
Αυτό που έπρεπε να συμβεί, συνέβη:
στραπάτσαρα έναν γέρο. Τίποτε το σοβαρό. Το αφεντικό μου δεν είχε την ίδια
γνώμη και με απέλυσε τσακ μπαμ. Ειδοποίησε τους συναδέλφους του να μην με
προσλάβουν, χαρακτηρίζοντάς με δημόσιο κίνδυνο.
Βρέθηκα χωρίς σεξ και δουλειά:
υπερβολικοί ακρωτηριασμοί για έναν μόνο άντρα.
Δημόσιος κίνδυνος, είχε πει το πρώην
αφεντικό μου. Αναρωτήθηκα αν αυτό δεν μπορούσε να είναι μια δουλειά.
Στο μπαρ, έπαιξα μια παρτίδα
μπιλιάρδου με έναν ικανότατο Ρώσο στη στέκα. Καθώς σημάδευε με μια σπάνια
δεξιότητα, τον ρώτησα από πού πήγαζε το ταλέντο του.
-Έχω συνηθίσει να πετυχαίνω διάνα-
απάντησε με μια επαγγελματική σοβαρότητα.
Είχα καταλάβει. Δεν τον άφησα άλλο
να κερδίσει προκειμένου να μάθω πόσο σίγουρος ήταν. Σφύριξε. Του είπα ότι εγώ
ήμουν ο άνθρωπός του. Με πήρε στην άλλη άκρη του Παρισιού και με παρουσίασε στο
αφεντικό που ήταν κρυμμένος πίσω από ένα οπάκ τζάμι.
Έχοντας υπόψη την ευκολία με την
οποία με προσέλαβαν, είμαι υπέρ της ένταξης της Ρωσίας στην Ευρώπη. Κανένα
χαρτομάνι, τίποτα. Ένα τεστ πυροβολισμών, μερικές ερωτήσεις. Κανείς δεν μου
ζήτησε ταυτότητα: μπόρεσα να πω όποιο όνομα μου έκανε κέφι. Τελικά ήταν ο
Αστός, το όνειρό μου από το υλικό των ονομάτων. Τους ήταν αρκετό. Επιπλέον, ένα
νούμερο κινητού, για πολύ ευνόητο λόγο.
Στην κάρτα μου είδα πως κάποιος είχε
σημειώσει «σκοπευτής ελίτ». Αυτό με κολάκευσε. Ήταν η πρώτη φορά που με
χαρακτήριζαν «της ελίτ» και μου άρεσε που οφειλόταν σε αντικειμενικό κριτήριο.
Οι νεράιδες που επιτηρούσαν την γέννησή μου, μου χάρισαν μόνο αυτό: τη
δεινότητα σκοπευτή. Από παιδί αισθανόμουν στο μάτι και στο σώμα μου αυτήν την
μυστηριώδη κλίση στο σημάδι, ακόμη και προτού αποκτήσω το κατάλληλο υλικό.
Παράξενη αίσθηση είναι αυτή, να κατέχεις ένα θαύμα ασφάλειας στην προέκταση του
χεριού σου και μόνο. Από γιορτή σε γιορτή μπόρεσα να εξασκηθώ ή μάλλον να
διαπιστώσω την πρόοδο: απλώς κέντραρα στο χτύπημα, αποθηκεύοντας στρατούς
φέλπας τεραστίων διαστάσεων.
Η νίκη βρισκόταν στην άλλη πλευρά
του πιστολιού μου, μόνο που δεν είχα μήτε όπλο μήτε τίποτα να κερδίσω. Υπέφερα
από αυτήν την άχρηστη ευφυΐα, όπως ένας αθλητικός σχολιαστής με χάρισμα στην
κηπουρική ή ένας θιβετιανός μοναχός που δεν είχε ναυτία στη ναυσιπλοΐα.
Η γνωριμία με εκείνον τον Ρώσο
σήμαινε για μένα μια αποκάλυψη του πεπρωμένου μου. Παρατήρησε προσεκτικά τα
δέκα χτυπήματα που είχα ρίξει και είπε:
-Πολύ λίγοι άντρες πυροβολούν όπως
εσύ. Και καμία γυναίκα.
Σιώπησα σεμνά, αν και νωρίτερα
αναρωτήθηκα τί επίπεδα ανδρισμού θα έφτανα. Συνέχισε:
-Δεν υπάρχει τίποτε πιο αρρενωπό από
ένα ακριβές σημάδι.
Δεν σχολίασα καμία από άλλες
προφανείς δηλώσεις. Το πεπρωμένο μου φαινόταν να νιώθει μια ειδική στοργή για
αφορισμούς κακής ποιότητας.
-Χρόνια Πολλά-ξανάπε αφήνοντας τα
εφήμερα χτυπήματά μου. Πρέπει να σε προειδοποιήσω ότι δεν θα σου χρησιμεύσουν
και πολύ. Οι δολοφόνοι μας φημίζονται ότι πυροβολούν στο ψητό. Και μην περιμένεις
άλλο όπλο από ρεβόλβερ. Αλλά ποτέ δεν ξέρει κανείς, αν την πατήσεις με έναν πελάτη
που έχει αντανακλαστικά...Εμείς σε προσλαμβάνουμε όπως τους επιστήμονες ερευνητές
με πολλή διαφάνεια: δεν ξέρουμε αν θα ωφεληθείς σε κάτι, ξέρουμε μόνο πως ένας
τύπος σαν εσένα πρέπει να δουλέψει για μας και όχι για τους ανταγωνιστές μας.
Αναρωτήθηκα αν οι ανταγωνιστές ήταν
η αστυνομία. Ίσως ήταν οι ανταγωνιστικές ομάδες των έμμισθων δολοφόνων.
Το χάρισμά μου διαφεύγει της λογικής.
Ο σκοπευτής της ελίτ έχει μια θέα πιλότου σε αεροπλάνο, ένα χέρι που ποτέ δεν
τρέμει και αρκετή αυτοπεποίθηση για να μην κάνει πίσω. Παρόλα αυτά, σε πολύ κόσμο
που έχει τις ίδιες αρετές, δεν θα του έδινα ούτε έναν ελέφαντα, σε μια στοά. Ο σκοπευτής
της ελίτ είναι ικανός να θεμελιώσει μια τρομακτική τομή ανάμεσα σε αυτό που βλέπει
το μάτι του και σε αυτό που η χειρονομία του φανερώνει.
Περίμενα με ανυπομονησία την πρώτη
μου αποστολή. Έλεγξα τον τηλεφωνητή μου είκοσι φορές την ημέρα. Από την αγωνία
μου, είχα ένα σφύξιμο στο στομάχι: όχι από την αγωνία της δουλειάς-που αγνοούσα
εντελώς- αλλά από την αγωνία να μην επιλέξουν εμένα.
Traducción del castellano al griego: Antígona
Katsadima
Texto: