Miguel Ángel Velasco (1963-2010) La mirada sin dueño, Renacimiento, Sevilla 2008
p. 62-63
LUGAR
ESE
fragmento de jardín,
tras el
cristal, que nadie mira,
que sólo yo
recuerdo, como un sueño.
Porque al
marcharse todos, me he sentado
en la que
fue su mecedora,
como en un
rito, haciéndome moldura
de ese trozo
de mundo.
Lo que fuera
ese lienzo, el casi único
paisaje de
sus horas, el rectángulo
de repetido
azul
en que
abrevó su vista
estos
últimos años.
Retazo
suficiente
para pasar
la vida, comprobando
las modificaciones
de lo mismo,
el tráfico
del sol,
la delicada
nieve del almendro.
Cómo no
sentir lástima
por ese
espacio, huérfano de pronto
de sus ojos
voraces;
un retazo de
mundo, como tantos
que cada día
pierden la mirada
conformadora,
fiel, innecesaria
de unos ojos
de humo.
ΤΟΠΟΣ
ΕΚΕΙΝΟΝ το λειψό κήπο,
πίσω από το τζάμι, πώς και κανείς δεν
κοιτά,
πώς κι εγώ μόνο σαν όνειρο θυμάμαι.
Επειδή φεύγοντας όλοι, έμεινα καθιστός
σ’ αυτό που υπήρξε λικνιστός του θρόνος,
όπως σε μια τελετή, να γίνομαι καλούπι
εκείνου του κομματιού του κόσμου.
Αυτό που ήταν κείνος ο μουσαμάς, σχεδόν
μοναδικό
τοπίο των ωρών του, το τρίγωνο
του επανερχόμενου γαλάζιου
όπου πότισε το βλέμμα του
αυτά τα τελευταία χρόνια.
Κομμάτι επαρκές
για να περάσεις τη ζωή, επαληθεύοντας
τις μετατροπές του ίδιου,
την κίνηση του ήλιου,
το ντελικάτο χιόνι της αμυγδαλιάς.
Πώς να μη νιώσεις κρίμα
για κείνον τον χώρο, ορφανό ξαφνικά
από τα πειναλέα μάτια του·
ένα κομμάτι κόσμου, σαν και τόσα
που κάθε ημέρα χάνουν τη ματιά
της συμμόρφωσης, της πίστης, του περιττού
από κάποια καπνογόνα μάτια.
Voces de Mallorca
Antígona Katsadima