31.5.14

Yannis Ritsos en castellano por Acantilado


Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε
          μόνο και μόνο
για να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε.
          Ωστόσο, στα διαλείμματα
αυτής της άδικης ερώτησης κινείται η ζωή μας.
                  Ο Αίμονας
είχε μακρήνει απ’ όλους· δεν ανήκε πια στην αδελφή
        μου
μήτε στους φίλους του. Μια μεγάλη ησυχία, σχεδόν
          μια ικανοποίηση-
αυτή η ανεπανόρθωτη φυσική στέρηση· -μια
γαλήνια βεβαιότητα:
κανένας πια δεν μπορεί να μας πάρει αυτό που δεν
υπάρχει·
η μνήμη το κρατάει ακέριο σε βαθειά
          αποκλειστικότητα
και μάλιστα εφαρμόζοντάς το κάποτε στους
άλλους. Έχετε κάτι απ’ τον Αίμονα-
αυτή η συστολή που φέρνει η δύναμη κ’ η
          ακεραιότητα· ιδίως το πηγούνι μ’ αυτή την
          αυλακιά στη μέση.
Τα βράδια που κάθομαι δω μέσα,
δεν ξέρω γιατί κελαϊδάνε ακόμη τα πουλιά στον
κήπο· - ίσως γι’ αυτό-
για την καινούργια αυλακιά του αλετριού-
Οι νεκροί, ξέρετε,
πιάνουνε πάντα πολύ τόπο· - όσο μικροί κι
          ασήμαντοι,
μεγαλώνουν μεμιάς·  γεμίζουν ολόκληρο το σπίτι· δε
          βρίσκεις
μια γωνιά να σταθείς. Ακόμη κ’ η μητέρα,
τόσο σεμνή, συγκρατημένη πάντα της, αθόρυβη,
έχει αποχτήσει τώρα μια εξουσία απαραβίαστη
στ’ ανθοδοχεία, στα σκεύη της μαγειρικής, στ’
          ασπρόρουχα,
στα πιο κλειστά παραπετάσματα, στις ώρες του
         απόβραδου,
όταν αρχίζει να βρέχει, και το μακρύ βελονάκι της
θαμποφέγγει προβαίνοντας απ’ το παλιό κανίσκι
          της των εργοχείρων-
αυτή ‘ναι η θέση της μητέρας, το ύφος της μητέρας,
η στάση της, η σκέψη της- όλα είναι τώρα των
         νεκρών.

   (..)

Μπορεί να σας είπε ο πατέρας σας τι δύσκολα
         χρόνια περάσαμε.
Τι κατάλαβαν, θέ μου, τι κέρδισαν;- Σκοτούρες,
         σκοτούρες, καθήκοντα,
άσκοποι ηρωϊσμοί· μεγάλες πόρτες άνοιγαν,
         έκλειναν στο ίδιο σκοτάδι·
γύψινα, χάλκινα, μαλαματένια, βελουδένια
         προσωπεία,
πονηριές, κολακείες, μεταμφιέσεις,- να κρυφτούν
          από ποιον;
από τον εαυτό τους; Απ’ τους άλλους; Απ’ τη μοίρα;
         Κ’ η αδηφαγία της δόξας-
θαρρώ πως κάθε δόξα στηρίζεται σε πάμπολλες
         παρεξηγήσεις
κι οπωσδήποτε στην άρνηση της ζωής- τι να την
        κάνεις;


Ένας άνθρωπος φώναζε κάτω απ’ τις πέτρες- ίσως
         και μέσα μας- φώναζε, φώναζε· κανένας δεν
         άκουγε· βιάζονταν
να πάνε- πού;- να κάνουν-τι; Δεν είχανμιαν ώρα
        δική τους
να γδυθούν, να πλαγιάσουν, να ονειρευτούν μες
        στο ίδιο τους το σώμα,
να κοιταχτούν σ’ έναν καθρέφτη, να κοιτάξουν
        έναν άλλον·
κοιτάζονταν μόνο στα μάτια των άλλων – τι να
δουν εκεί μέσα;
ίσως εκείνο που ήθελαν, καθόλου εκείνο που είσαν.
                  Μια μέρα,
μπήκε μές στην τραπεζαρία ένα πουλί. Σάστισαν
         όλοι·
δεν ήξεραν τι ν’ απαντήσουν, μ’ όλο που κανείς δεν
τους ρωτούσε· θύμωσαν·
«διώχτε το, διώχτε το», φώναζαν· σηκώνονταν
         απ’ τις καρέκλες τους, κουνούσαν
         τα χέρια τους·
έσπασαν δυο ποτήρια· το πουλί βγήκε απ’ το
          παράθυρο·
σκυμμένοι οι υπηρέτες μαζεύαν τα γυαλιά· -τους
         πρόσεξα:
μονάχα αυτοί χαμογελούσαν – ξέραν το πουλί· τους
         έκλεισα το μάτι
και χαμογέλασα μαζί τους. Πάντοτε οι αθώοι (δε
        νομίζετε;)
έχουν ύφος ενόχου. Το ξέρετε κ’ εσείς – είμαι
         βεβαία.


Ποτέ δεν μ’ εγκατέλειψε ο φόβος μη με καθίσουν
         μια μέρα στο θρόνο.
Μόνο αυτοί που φοβούνται τον εαυτό τους
        επιδιώκουν τ’ αξιώματα, ή, μάλλον,
αυτοί που μισούν τη ζωή και τους ανθρώπους. Δε
         θα μ’ άρεσε καθόλου
να ‘μαι περίβλεπτη, να μην έχω έναν ίσκιο, μια θέση
σε μια δική μου μυστική περιοχή, να βγάλω αργά τα
         σανδάλια μου,
να παίξω τα κλειδιά των συρταριών μου με
         ξέγνοιαστο χέρι, αφημένο
έξω από το κρεββάτι μου.
            Ο καημένος ο πατέρας- πάντα τον
                    θυμάμαι-
είχε ένα πρόσωπο σα συσπασμένο χέρι, γαντζωμένο
σ’ ένα μεγάλο μαύρο παραπέτασμα, για να το ρίξει·
         τόσο που κάποτε λέω
ίσως και ναταν καλό που τυφλώθηκε- ίσως έτσι
         τουλάχιστον να μπόρεσε
να δει προς τα μέσα του, να θυμηθεί λίγο-λίγο
εκείνα που δεν είχε δει· κ’ ίσως έτσι, στ’ αλήθεια να
τα είδε· γιατί ως τότε
έβλεπε την αυταρχική μορφή του (φυσικά
         κολακευμένη) μες στα βλέμματα
των φοβισμένων υπηκόων του· - κ’ εκείνους κ’
         εκείνον από παιδί πολύ τους λυπόμουν.
                   Ασήκωτο βάρος, νομίζω,
να κυβερνάς και να προστάζεις. Και πάντα, στο
         τέλος, καθένας
κυβερνιέται απ’ αυτό που κυβερνά· - χώρια η
         απέραντη εκείνη υποψία
προς όλους και προς όλα, - ένας ίσκιος πουλιού να
         περάσει στην αίθουσα
τυχαία την ώρα του λιογέρματος, είναι ένα
         τιναγμένο μαχαίρι
καμωμένο από αθόρυβο μέταλλο. Για τούτο οι
         τύραννοι
γίνονται μέρα με τη μέρα όλο και πιο τύραννοι. Όταν ο
         κόσμος
έχει το φόβο σου είτε την ανάγκη σου, ποτέ δεν
         ξέρεις τι σου ετοιμάζει.


Καλύτερα, λοιπόν, μήτε να κυβερνάς μήτε να
       κυβερνιέσαι ( πώς να γίνει;)-
φτάνει η κυβέρνια αυτή που μας σφραγίζει πριν απ’
       τη γέννησή μας· φτάνει
ο θάνατος που μας παραμονεύει· -μ’ αυτόν
        εξοικειώνεσαι κάπως·
τα ενδιάμεσα πια χάνουν την αιχμηρότητά τους.
        Χαλαρώνει το σώμα,
ξεθωριάζει το χρώμα στα μαλλιά, στα παράθυρα,
        στα μάτια,
ξεσφίγγει η παλάμη, όπου μέσα της είχαν αποθέσει
ένα μεγάλο, σκληρό, χρυσό νόμισμα, κι όλη η ζωή
        μας
είταν μια σύσπαση για να κρατήσουμε τούτο το
        νόμισμα, ένας φόβος
μη και μας πέσει, μην το χάσουμε· αχρηστευόταν
        τόνα μας χέρι,
αχρηστευότανε η μισή ζωή μας, ολόκληρη η ζωή
         μας.


Τώρα ξεσφίχτηκε από μόνο του το χέρι,
         παραδόθηκε·
το νόμισμα έπεσε· μας το πήραν. Μόνο που μέσα στην
         παλάμη
μένει βαθύ το χάραγμα από κείνο το ατέλειωτο
         σφίξιμο. Η σάρκα
μαλάκωσε, γαλήνεψε. Μπορείς πια να σαλεύεις
ελεύθερα και τα δυο σου τα χέρια. Μπορείς να βαδίζεις
κινώντας άφοβα τ’ άδεια σου χέρια μέσα στο άδειο-
μια αργή, ελαφρά κωπηλασία μες στο υπέροχο
         άσκοπο, ώσπου
ένα άλλο νόμισμα χάλκινο να σου βάλουν
         ανάμεσα στα δόντια.


Κακά ’ν’ τα ψέματα –πουλεγε κι ο πατέρας σας. Μες
         στο μαλακωμένο ετούτο σώμα,
μένει παντοτεινά σκληρή, αμετάπειστη η επιθυμία· κ’ η
         αίσθηση εκείνη
μιας αδικαιολόγητης αργοπορίας. Συχνά οι γυναίκες,
         τέτοιες ώρες,
αγκαλιάζουν τ΄αγάλματα, φιλούν το πέτρινο στόμα
         τους, ονειρεύονται
πως πλαγιάζουν μαζί τους. Αν έτυχε ποτέ σας να δείτε
         τα χείλη των αγαλμάτων
βρεγμένα, είναι από το σάλιο ερημωμένων γυναικών.
         Η μνήμη
είναι, βέβαια, ένα κάποιο καταφύγιο. Όμως κι αυτή
         εξαντλείται,
της χρειάζονται νέες παραστάσεις, έστω τυχαίες,
         έστω ξένες.


Yannis Ritsos, Ismene, traducción de Selma Ancira, Acantilado, Barcelona 2012, p. 36-41, 56-65.



A veces me pregunto si no habremos
         nacido
más que para aceptar que moriremos. Más en los
          interludios
de esa estéril pregunta transcurre nuestra vida.
                   Hemón
se había alejado de todos; ya no pertenecía a mi
           hermana
ni a sus amigos. Una calma enorme, casi una
         complacencia- 
esa irremediable carencia física- una sosegada
           certeza:
nadie puede quitarnos ya lo que
           no existe;
la memoria lo conserva íntegro en recóndita
           exclusividad,
a veces adaptándolo para los otros. Usted tiene algo
           de Hemón-
ese retraimiento que da la fuerza y la honradez.
           Quizá el mentón partido.
                   Las tardes que paso sentada aquí
                            dentro,
no sé por qué gorjean aún los pájaros en
         el jardín- quizá por eso-
por el nuevo surco del arado.
                  Los muertos, usted lo sabe,
ocupan siempre mucho espacio; - por más
         pequeños e insignificantes que sean,
crecen de golpe; llenan la casa entera;
        no hallas
un rincón donde ponerte. Aún mamá,
tan temerosa, tan reservada siempre, silenciosa,
ha adquirido ahora una autoridad inviolable
sobre los jarrones, los utensilios de cocina, la ropa
         blanca,
sobre las cortinas más cerradas, sobre las horas
        vespertinas
cuando se pone a llover, y su larga aguja de tejer
lanza un brillo disimulado desde el viejo bastidor de
         los bordados-
ése es el lugar de mamá, la expresión de mamá,
su postura, su pensamiento- ahora todo es de los
          muertos.

(..)
Quizá le haya dicho su padre qué años tan difíciles
         pasamos.
¿Qué obtuvieron, Dios mío, qué ganaron?
           -Desvelos, desvelos, deberes,
vanos heroísmos; - amplias puertas se abrían y se
cerraban en la misma oscuridad;
máscaras de yeso, de cobre, de oro,
          de terciopelo,
astucias, lisonjas, disfraces, - ¿ para ocultarse?, ¿de
         quién?
¿de sí mismos?, ¿de los otros?, ¿del destino? Y
          aquella voracidad de gloria-
imagino que toda gloria se apoya en múltiples
         malentendidos
y, por supuesto, en la negación de la vida-, ¿de qué
         te sirve la gloria?


Un hombre gritaba por debajo de las piedras- quizá
         también en nuestro interior – gritaba, gritaba;
         nadie lo oía; se apresuraban
a ir- ¿adónde?- , a hacer-, ¿qué?- . No disponían
        de un momento
para desnudarse, acostarse, soñar dentro de su
         propio cuerpo,
para mirarse a un espejo, para mirar
          a alguien más;
sólo se miraban en los ojos de los otros- ¿qué
podían ver ahí dentro?
quizá lo que querían, mas no lo que eran.
                  Un día,
entró un pájaro en el comedor. Todos se quedaron
         alelados;
no sabían qué responder, aunque nadie les
          preguntara nada; se enfadaron:
«Échenlo, échenlo», gritaban; se levantaron
          de sus sillas, agitaron
          los brazos;
rompieron dos vasos; el pájaro salió por
         la ventana;
los sirvientes, agachados, recogían los cristales; los
          vi:
sólo ellos sonreían – conocían al pájaro-; les guiñé
          un ojo
y sonreí con ellos. Siempre los inocentes
          (¿ no cree?)
tienen aire de culpable. Usted también lo sabe –
          estoy segura.
Jamás me ha abandonado el miedo de que un día me
          sienten en el trono.
Sólo quienes se temen a sí mismos aspiran a los
          cargos, o, más bien,
quienes odian la vida y a los hombres. No me
          gustaría, no,
ser destacada, no tener una sombra, un lugar
en una zona secreta, mía, para quitarme lentamente
          las sandalias,
para jugar con las llaves de mis cajones con mano
         despreocupada, abandonada
al borde de la cama.
             El pobre de papá- siempre me acuerdo
                      de él-
tenía el rostro como una mano crispada, enganchada
a un gran velo negro, para echarlo abajo; tanto, que a
          veces digo que
quizá haya sido bueno que se quitara la vista- tal vez
          así, por lo menos, habrá podido
ver en su interior, recordar poco a poco
todo lo que no había visto; tal vez haya llegado a
         verlo; porque hasta entonces
veía su imagen autoritaria (adulada, naturalmente)
         en las miradas
de sus atemorizados súbditos; - a ellos y a él los
         compadecía yo desde muy niña.
                  Un peso insoportable, creo,
el de gobernar y mandar. Y siempre, al final, todos
         somos gobernados
por lo que gobierna;- sin contar ese inmenso
         recelo
hacia todos y hacia todo, - una sombra de pájaro
         atravesando por casualidad
el salón a la hora del ocaso es un cuchillo
          en vuelo
forjado de mudo metal. Por esto
          los tiranos
día con día se vuelven más tiranos. Cuando
         el mundo
te teme o te necesita, nunca sabes lo que
         te prepara.


Mejor, pues, ni gobernar ni ser gobernado (¿cómo
         hacer?)-
basta con el gobierno que nos marca antes de nuestro
         nacimiento; basta
con la muerte que nos acecha; con ella de alguna
          manera nos familiarizamos;
lo que está en el medio pierde su filo. El cuerpo se
          desmadeja,
el cabello, las ventanas, los ojos se
          descoloran,
se afloja por fin la palma de la mano en la que habías
          colocado
una moneda grande, dura, de oro; nuestra vida toda
era un puro espasmo para no extraviar la moneda, un
           miedo constante
a que se nos fuera a caer, a que se nos fuera a perder;
           quedaba incapacitaba una de nuestras manos,
quedaba incapacitaba la mitad de nuestra vida, toda
           nuestra vida.

Ahora la mano se ha aflojado,
          se ha rendido:
la moneda ha caído; nos la han quitado. Pero en la
           palma
queda la marca honda de aquel eterno apretar. La
          carne
se ha ablandado, se ha calmado. Ya puedes mover
con libertad ambas manos. Puedes deambular
batiendo sin miedo tus manos vacías en el vacío-
un lento, un suave golpe de remo en el soberbio
         sinsentido, hasta
que te coloquen otra moneda de cobre entre los
         dientes.

Pero dejémonos de bromas- como decía su padre.
         En ese cuerpo ahora ya laxo,
el deseo se mantiene perpetuamente fuerte, firme; y
         también aquella sensación
de una tardanza injustificable. Con frecuencia las
         mujeres, en esos momentos,
abrazan las estatuas, besan sus bocas de mármol,
         sueñan
que se acuestan con ellas. Si alguna vez ha visto
          los labios
de las estatuas humedecidos, es por la saliva de las
          desoladas mujeres. La memoria
es, por supuesto, una especie de refugio. Pero
          también ella se agota,
le hacen falta nuevas imágenes, aunque sean
fortuitas, aunque sean ajenas.

No comments:

Post a Comment