Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε
μόνο και μόνο
για να παραδεχτούμε απλώς πως θα
πεθάνουμε.
Ωστόσο, στα διαλείμματα
αυτής της άδικης ερώτησης κινείται η ζωή
μας.
Ο Αίμονας
είχε μακρήνει απ’ όλους· δεν ανήκε πια
στην αδελφή
μου
μήτε στους φίλους του. Μια μεγάλη ησυχία,
σχεδόν
μια ικανοποίηση-
αυτή η ανεπανόρθωτη φυσική στέρηση· -μια
γαλήνια βεβαιότητα:
κανένας πια δεν μπορεί να μας πάρει αυτό
που δεν
υπάρχει·
η μνήμη το κρατάει ακέριο σε βαθειά
αποκλειστικότητα
και μάλιστα εφαρμόζοντάς το κάποτε στους
άλλους. Έχετε κάτι απ’ τον Αίμονα-
αυτή η συστολή που φέρνει η δύναμη κ’ η
ακεραιότητα· ιδίως το πηγούνι μ’ αυτή την
αυλακιά στη μέση.
Τα βράδια που κάθομαι δω μέσα,
δεν ξέρω γιατί κελαϊδάνε ακόμη τα πουλιά
στον
κήπο· - ίσως γι’ αυτό-
για την καινούργια αυλακιά του αλετριού-
Οι νεκροί, ξέρετε,
πιάνουνε πάντα πολύ τόπο· - όσο μικροί κι
ασήμαντοι,
μεγαλώνουν μεμιάς· γεμίζουν ολόκληρο το σπίτι· δε
βρίσκεις
μια γωνιά να σταθείς. Ακόμη κ’ η μητέρα,
τόσο σεμνή, συγκρατημένη πάντα της,
αθόρυβη,
έχει αποχτήσει τώρα μια εξουσία
απαραβίαστη
στ’ ανθοδοχεία, στα σκεύη της μαγειρικής,
στ’
ασπρόρουχα,
στα πιο κλειστά παραπετάσματα, στις ώρες
του
απόβραδου,
όταν αρχίζει να βρέχει, και το μακρύ
βελονάκι της
θαμποφέγγει προβαίνοντας απ’ το παλιό
κανίσκι
της των εργοχείρων-
αυτή ‘ναι η θέση της μητέρας, το ύφος της
μητέρας,
η στάση της, η σκέψη της- όλα είναι τώρα
των
νεκρών.
(..)
Μπορεί να σας είπε ο πατέρας σας τι
δύσκολα
χρόνια περάσαμε.
Τι κατάλαβαν, θέ μου, τι κέρδισαν;-
Σκοτούρες,
σκοτούρες, καθήκοντα,
άσκοποι ηρωϊσμοί· μεγάλες πόρτες άνοιγαν,
έκλειναν στο ίδιο σκοτάδι·
γύψινα, χάλκινα, μαλαματένια, βελουδένια
προσωπεία,
πονηριές, κολακείες, μεταμφιέσεις,- να
κρυφτούν
από ποιον;
από τον εαυτό τους; Απ’ τους άλλους; Απ’
τη μοίρα;
Κ’ η αδηφαγία της δόξας-
θαρρώ πως κάθε δόξα στηρίζεται σε
πάμπολλες
παρεξηγήσεις
κι οπωσδήποτε στην άρνηση της ζωής- τι να
την
κάνεις;
Ένας άνθρωπος φώναζε κάτω απ’ τις πέτρες-
ίσως
και μέσα μας- φώναζε, φώναζε· κανένας δεν
άκουγε· βιάζονταν
να πάνε- πού;- να κάνουν-τι; Δεν
είχανμιαν ώρα
δική τους
να γδυθούν, να πλαγιάσουν, να ονειρευτούν
μες
στο ίδιο τους το σώμα,
να κοιταχτούν σ’ έναν καθρέφτη, να
κοιτάξουν
έναν άλλον·
κοιτάζονταν μόνο στα μάτια των άλλων – τι
να
δουν εκεί μέσα;
ίσως εκείνο που ήθελαν, καθόλου εκείνο
που είσαν.
Μια μέρα,
μπήκε μές στην τραπεζαρία ένα πουλί.
Σάστισαν
όλοι·
δεν ήξεραν τι ν’ απαντήσουν, μ’ όλο που
κανείς δεν
τους ρωτούσε· θύμωσαν·
«διώχτε το, διώχτε το», φώναζαν·
σηκώνονταν
απ’ τις καρέκλες τους, κουνούσαν
τα χέρια τους·
έσπασαν δυο ποτήρια· το πουλί βγήκε απ’
το
παράθυρο·
σκυμμένοι οι υπηρέτες μαζεύαν τα γυαλιά·
-τους
πρόσεξα:
μονάχα αυτοί χαμογελούσαν – ξέραν το
πουλί· τους
έκλεισα το μάτι
και χαμογέλασα μαζί τους. Πάντοτε οι
αθώοι (δε
νομίζετε;)
έχουν ύφος ενόχου. Το ξέρετε κ’ εσείς –
είμαι
βεβαία.
Ποτέ δεν μ’ εγκατέλειψε ο φόβος μη με
καθίσουν
μια μέρα στο θρόνο.
Μόνο αυτοί που φοβούνται τον εαυτό τους
επιδιώκουν τ’ αξιώματα, ή, μάλλον,
αυτοί που μισούν τη ζωή και τους
ανθρώπους. Δε
θα μ’ άρεσε καθόλου
να ‘μαι περίβλεπτη, να μην έχω έναν
ίσκιο, μια θέση
σε μια δική μου μυστική περιοχή, να βγάλω
αργά τα
σανδάλια μου,
να παίξω τα κλειδιά των συρταριών μου με
ξέγνοιαστο χέρι, αφημένο
έξω από το κρεββάτι μου.
Ο καημένος ο πατέρας- πάντα τον
θυμάμαι-
είχε ένα πρόσωπο σα συσπασμένο χέρι,
γαντζωμένο
σ’ ένα μεγάλο μαύρο παραπέτασμα, για να
το ρίξει·
τόσο που κάποτε λέω
ίσως και ναταν καλό που τυφλώθηκε- ίσως
έτσι
τουλάχιστον να μπόρεσε
να δει προς τα μέσα του, να θυμηθεί
λίγο-λίγο
εκείνα που δεν είχε δει· κ’ ίσως έτσι,
στ’ αλήθεια να
τα είδε· γιατί ως τότε
έβλεπε την αυταρχική μορφή του (φυσικά
κολακευμένη) μες στα βλέμματα
των φοβισμένων υπηκόων του· - κ’ εκείνους
κ’
εκείνον από παιδί πολύ τους λυπόμουν.
Ασήκωτο βάρος, νομίζω,
να κυβερνάς και να προστάζεις. Και πάντα,
στο
τέλος, καθένας
κυβερνιέται απ’ αυτό που κυβερνά· - χώρια
η
απέραντη εκείνη υποψία
προς όλους και προς όλα, - ένας ίσκιος
πουλιού να
περάσει στην αίθουσα
τυχαία την ώρα του λιογέρματος, είναι ένα
τιναγμένο μαχαίρι
καμωμένο από αθόρυβο μέταλλο. Για τούτο
οι
τύραννοι
γίνονται μέρα με τη μέρα όλο και πιο
τύραννοι. Όταν ο
κόσμος
έχει το φόβο σου είτε την ανάγκη σου,
ποτέ δεν
ξέρεις τι σου ετοιμάζει.
Καλύτερα, λοιπόν, μήτε να κυβερνάς μήτε
να
κυβερνιέσαι ( πώς να γίνει;)-
φτάνει η κυβέρνια αυτή που μας σφραγίζει
πριν απ’
τη γέννησή μας· φτάνει
ο θάνατος που μας παραμονεύει· -μ’ αυτόν
εξοικειώνεσαι κάπως·
τα ενδιάμεσα πια χάνουν την αιχμηρότητά
τους.
Χαλαρώνει το σώμα,
ξεθωριάζει το χρώμα στα μαλλιά, στα
παράθυρα,
στα μάτια,
ξεσφίγγει η παλάμη, όπου μέσα της είχαν
αποθέσει
ένα μεγάλο, σκληρό, χρυσό νόμισμα, κι όλη
η ζωή
μας
είταν μια σύσπαση για να κρατήσουμε τούτο
το
νόμισμα, ένας φόβος
μη και μας πέσει, μην το χάσουμε·
αχρηστευόταν
τόνα μας χέρι,
αχρηστευότανε η μισή ζωή μας, ολόκληρη η
ζωή
μας.
Τώρα ξεσφίχτηκε από μόνο του το χέρι,
παραδόθηκε·
το νόμισμα έπεσε· μας το πήραν. Μόνο που
μέσα στην
παλάμη
μένει βαθύ το χάραγμα από κείνο το
ατέλειωτο
σφίξιμο. Η σάρκα
μαλάκωσε, γαλήνεψε. Μπορείς πια να
σαλεύεις
ελεύθερα και τα δυο σου τα χέρια. Μπορείς
να βαδίζεις
κινώντας άφοβα τ’ άδεια σου χέρια μέσα
στο άδειο-
μια αργή, ελαφρά κωπηλασία μες στο
υπέροχο
άσκοπο, ώσπου
ένα άλλο νόμισμα χάλκινο να σου βάλουν
ανάμεσα στα δόντια.
Κακά ’ν’ τα ψέματα –πουλεγε κι ο πατέρας
σας. Μες
στο μαλακωμένο ετούτο σώμα,
μένει παντοτεινά σκληρή, αμετάπειστη η
επιθυμία· κ’ η
αίσθηση εκείνη
μιας αδικαιολόγητης αργοπορίας. Συχνά οι
γυναίκες,
τέτοιες ώρες,
αγκαλιάζουν τ΄αγάλματα, φιλούν το πέτρινο
στόμα
τους, ονειρεύονται
πως πλαγιάζουν μαζί τους. Αν έτυχε ποτέ
σας να δείτε
τα χείλη των αγαλμάτων
βρεγμένα, είναι από το σάλιο ερημωμένων
γυναικών.
Η μνήμη
είναι, βέβαια, ένα κάποιο καταφύγιο. Όμως
κι αυτή
εξαντλείται,
της χρειάζονται νέες παραστάσεις, έστω
τυχαίες,
έστω ξένες.
Yannis Ritsos, Ismene,
traducción de Selma Ancira, Acantilado, Barcelona 2012, p. 36-41, 56-65.
A veces me
pregunto si no habremos
nacido
más que para
aceptar que moriremos. Más en los
interludios
de esa
estéril pregunta transcurre nuestra vida.
Hemón
se había
alejado de todos; ya no pertenecía a mi
hermana
ni a sus
amigos. Una calma enorme, casi una
complacencia-
esa
irremediable carencia física- una sosegada
certeza:
nadie puede
quitarnos ya lo que
no existe;
la memoria
lo conserva íntegro en recóndita
exclusividad,
a veces
adaptándolo para los otros. Usted tiene algo
de Hemón-
ese
retraimiento que da la fuerza y la honradez.
Quizá el mentón partido.
Las tardes que paso sentada
aquí
dentro,
no sé por
qué gorjean aún los pájaros en
el jardín- quizá por eso-
por el nuevo
surco del arado.
Los muertos, usted lo sabe,
ocupan
siempre mucho espacio; - por más
pequeños e insignificantes que sean,
crecen de
golpe; llenan la casa entera;
no hallas
un rincón
donde ponerte. Aún mamá,
tan
temerosa, tan reservada siempre, silenciosa,
ha adquirido
ahora una autoridad inviolable
sobre los
jarrones, los utensilios de cocina, la ropa
blanca,
sobre las
cortinas más cerradas, sobre las horas
vespertinas
cuando se
pone a llover, y su larga aguja de tejer
lanza un
brillo disimulado desde el viejo bastidor de
los bordados-
ése es el
lugar de mamá, la expresión de mamá,
su postura,
su pensamiento- ahora todo es de los
muertos.
(..)
Quizá le
haya dicho su padre qué años tan difíciles
pasamos.
¿Qué
obtuvieron, Dios mío, qué ganaron?
-Desvelos, desvelos, deberes,
vanos
heroísmos; - amplias puertas se abrían y se
cerraban en
la misma oscuridad;
máscaras de
yeso, de cobre, de oro,
de terciopelo,
astucias,
lisonjas, disfraces, - ¿ para ocultarse?, ¿de
quién?
¿de sí
mismos?, ¿de los otros?, ¿del destino? Y
aquella voracidad de gloria-
imagino que
toda gloria se apoya en múltiples
malentendidos
y, por
supuesto, en la negación de la vida-, ¿de qué
te sirve la gloria?
Un hombre
gritaba por debajo de las piedras- quizá
también en nuestro interior – gritaba,
gritaba;
nadie lo oía; se apresuraban
a ir-
¿adónde?- , a hacer-, ¿qué?- . No disponían
de un momento
para
desnudarse, acostarse, soñar dentro de su
propio cuerpo,
para mirarse
a un espejo, para mirar
a alguien más;
sólo se
miraban en los ojos de los otros- ¿qué
podían ver
ahí dentro?
quizá lo que
querían, mas no lo que eran.
Un día,
entró un
pájaro en el comedor. Todos se quedaron
alelados;
no sabían
qué responder, aunque nadie les
preguntara nada; se enfadaron:
«Échenlo,
échenlo», gritaban; se levantaron
de sus sillas, agitaron
los brazos;
rompieron
dos vasos; el pájaro salió por
la ventana;
los
sirvientes, agachados, recogían los cristales; los
vi:
sólo ellos
sonreían – conocían al pájaro-; les guiñé
un ojo
y sonreí con
ellos. Siempre los inocentes
(¿ no cree?)
tienen aire
de culpable. Usted también lo sabe –
estoy segura.
Jamás me ha
abandonado el miedo de que un día me
sienten en el trono.
Sólo quienes
se temen a sí mismos aspiran a los
cargos, o, más bien,
quienes
odian la vida y a los hombres. No me
gustaría, no,
ser
destacada, no tener una sombra, un lugar
en una zona
secreta, mía, para quitarme lentamente
las sandalias,
para jugar
con las llaves de mis cajones con mano
despreocupada, abandonada
al borde de
la cama.
El pobre de papá- siempre me
acuerdo
de él-
tenía el
rostro como una mano crispada, enganchada
a un gran
velo negro, para echarlo abajo; tanto, que a
veces digo que
quizá haya
sido bueno que se quitara la vista- tal vez
así, por lo menos, habrá podido
ver en su
interior, recordar poco a poco
todo lo que
no había visto; tal vez haya llegado a
verlo; porque hasta entonces
veía su
imagen autoritaria (adulada, naturalmente)
en las miradas
de sus atemorizados
súbditos; - a ellos y a él los
compadecía yo desde muy niña.
Un peso insoportable, creo,
el de
gobernar y mandar. Y siempre, al final, todos
somos gobernados
por lo que
gobierna;- sin contar ese inmenso
recelo
hacia todos
y hacia todo, - una sombra de pájaro
atravesando por casualidad
el salón a
la hora del ocaso es un cuchillo
en vuelo
forjado de
mudo metal. Por esto
los tiranos
día con día
se vuelven más tiranos. Cuando
el mundo
te teme o te
necesita, nunca sabes lo que
te prepara.
Mejor, pues,
ni gobernar ni ser gobernado (¿cómo
hacer?)-
basta con el
gobierno que nos marca antes de nuestro
nacimiento; basta
con la
muerte que nos acecha; con ella de alguna
manera nos familiarizamos;
lo que está
en el medio pierde su filo. El cuerpo se
desmadeja,
el cabello,
las ventanas, los ojos se
descoloran,
se afloja
por fin la palma de la mano en la que habías
colocado
una moneda
grande, dura, de oro; nuestra vida toda
era un puro
espasmo para no extraviar la moneda, un
miedo constante
a que se nos
fuera a caer, a que se nos fuera a perder;
quedaba incapacitaba una de nuestras
manos,
quedaba
incapacitaba la mitad de nuestra vida, toda
nuestra vida.
Ahora la
mano se ha aflojado,
se ha rendido:
la moneda ha
caído; nos la han quitado. Pero en la
palma
queda la
marca honda de aquel eterno apretar. La
carne
se ha
ablandado, se ha calmado. Ya puedes mover
con libertad
ambas manos. Puedes deambular
batiendo sin
miedo tus manos vacías en el vacío-
un lento, un
suave golpe de remo en el soberbio
sinsentido, hasta
que te
coloquen otra moneda de cobre entre los
dientes.
Pero
dejémonos de bromas- como decía su padre.
En ese cuerpo ahora ya laxo,
el deseo se
mantiene perpetuamente fuerte, firme; y
también aquella sensación
de una
tardanza injustificable. Con frecuencia las
mujeres, en esos momentos,
abrazan las
estatuas, besan sus bocas de mármol,
sueñan
que se
acuestan con ellas. Si alguna vez ha visto
los labios
de las
estatuas humedecidos, es por la saliva de las
desoladas mujeres. La memoria
es, por
supuesto, una especie de refugio. Pero
también ella se agota,
le hacen
falta nuevas imágenes, aunque sean
fortuitas,
aunque sean ajenas.
No comments:
Post a Comment