3.6.14

Antonio Cabrera en griego


Antonio Cabrera, Montaña al Sudoeste, antología poética, edición de Joseph M. Rodriguez, editorial Renacimiento, Sevilla 2014, p. 26-27.

 

L´ILLA DELS PENSAMENTS

                                      (Cullera)

 

Un nombre fue lo que hasta allí me atrajo,

un nombre espléndido y solemne

que prometía la homérica luz a mis sentidos,

el aire,

la espuma de un hado feroz.

Y al mismo tiempo,

me proponía la idea perpetuamente concebida

de un hombre solo mirando el infinito.

 

Atrás dejé las urbanizaciones,

pisé la áspera hierba entre las piedras.

Ni una sola fragancia vegetal,

nada terrestre, pudo entonces distraerme.

Llegado al borde

del alto acantilado, vi por fin la que llaman

illa dels pensaments,

una humilde porción de roca desgajada

que las olas habrán de disolver sin odio,

sólo eso.

 

Imaginé a las gaviotas-me pareció muy justo-

trazando sobre ella un jeroglífico con líneas

transparentes,

y a la gente intentando desde siempre descifrarlo.

Así, sus pensamientos se suman al símbolo radiante

de modo que la simple luz

se hace misterio.

 

Sentencié que el mar es una proyección azul y abstracta

de quienes lo presencian. Y que un nombre tan noble

para un lugar tan repetido

es cuanto de admirable puede quizá concluirse.

 

Volví sobre mis pasos,

pisé otra vez la hierba y parecía intacta.

 

Supe

que podía seguir pensando

en una luz homérica y en un hado feroz,

que continuaba siendo un hombre solo

y que, por tanto, ya miraba constantemente el infinito.

 
 
Η ΝΗΣΟΣ ΤΩΝ ΣΚΕΨΕΩΝ
 
Ένα όνομα ήταν αυτό που μέχρι εκεί με έφτασε,
ένα εξαίσιο και μεγαλόπνοο όνομα
που υποσχόταν φως ομηρικό στις αισθήσεις μου,
τον αγέρα,
τον αφρό ενός άγριου γραπτού.
Και συγχρόνως,
μου πρότεινε την ιδέα που αέναα συλλαμβανόταν
ενός άντρα μόνου να κοιτά το άπειρο.  
 
Πίσω άφησα τους οικισμούς,
πάτησα το αγριόχορτο ανάμεσα στις πέτρες.
Ούτε μία φυτική ευωδιά,
τίποτε γήινο, μπόρεσα, λοιπόν, ν’ αφαιρεθώ.
Φτάνοντας στην άκρη
στο τέρμα απόκρημνο, είδα εν τέλει ποια λένε
νήσο των σκέψεων,
μια ταπεινή μερίδα αποκομμένου βράχου
που τα κύματα θα ‘χουν να διαλύσουν χωρίς μίσος
μόνο εκείνο.
 
Φαντάστηκα τους γλάρους-μου φάνηκε πολύ σωστό-
να χαράσσουν πάνω της ένα ιερογλυφικό με γραμμές
               διάφανες,
και τον κόσμο να επιχειρεί ανέκαθεν να το διαβάσει.
Έτσι, οι σκέψεις της αθροίζονται στ’ ακτινοβόλο σύμβολο
με τρόπο που το απλό φως
γίνεται μυστήριο.
 
Είπα πως η θάλασσα είναι μια γαλανή απλανής προβολή
αυτών που της δίνουν παρουσία. Κι ένα τόσο ευγενές όνομα
για έναν τόπο τόσο ακατάπαυστο
είναι πόσο υπέροχο μπορεί άραγε να καταλήξει.
 
Γύρισα στα βήματά μου,
πάτησα ξανά το χόρτο και φάνηκε άθικτο.
 
Έμαθα
πως μπορούσα να συνεχίσω να συλλογιέμαι
ένα φως ομηρικό κι ένα άγριο γραπτό,
πως συνέχιζα να είμαι ένας άντρας μόνος
που, ωστόσο, ήδη κοίταζε επίμονα το άπειρο.
 
 
UN TRUENO

 

No esperaba encontrar en medio de la noche

esa armonía, un orden escondido

no en el trazo remoto de las constelaciones

sino en la madrugada, en su espesura misma,

que es la auténtica noche que nos tiene.

 

Hablo de una armonía

súbitamente desvelada.

Hablo de un trueno prolongado, largo,

que ha ido desplegando el mundo

con esa lentitud que el mundo exige

cuando quiere ponerse por propia voluntad

ante nosotros.

 

Sonó aislado y único, y me sacó del sueño.

Pude oír claramente su redoble final,

su grave majestad desfalleciendo

mientras tras él se alzaba, silencioso,

el escenario de las cosas quietas

que en la desatendida noche abren

su realidad, su centro, su secreto.

 

Me he despertado en una estancia oscura

y he sabido de pronto que un lazo me sujeta

a la presencia estática del mundo.

 

De esa armonía hablo.

 
El mundo me contiene. Le doy gracias al trueno.

 

p. 38-39           

 

ΜΙΑ ΒΡΟΝΤΗ

 

Δεν περίμενα να βρω εν μέσω της νυκτός

κείνη την αρμονία, μια κρυφή τάξη

μήτε στην απόμακρη χάραξη των αστερισμών

μα στο ξημέρωμα, στην ίδια του την πυκνωσιά,

που ‘ναι η αυθεντική νυχτιά που μας κατέχει.

 

Μιλώ για μιαν αρμονία

που μεμιάς επαγρυπνεί.

Μιλώ για μια βροντή διαρκείας, μεγάλη,

που ξεδίπλωσε ο κόσμος

με κείνη τη βραδύτητα που ο κόσμος αξιώνει

όταν επιθυμεί να τεθεί από καθαρή βούληση

ενώπιόν μας.

 

Ονειρεύτηκε αποκομμένος κι ένας, και με πήρε απ’ το όνειρο.

Μπόρεσα ν’ ακούσω καθαρά το τελικό τυμπάνισμά του,

τη σοβαρή μεγαλειότητά του να εξασθενεί

ενώ ξοπίσω του, σιωπηρό, υψωνόταν

το σκηνικό των ήσυχων πραγμάτων

που μες στην αμέριμνη νύχτα ανοίγουν

την πραγματικότητά τους, το κέντρο τους, το μυστικό τους.

 

Έχω ξυπνήσει σε μια σκοτεινή διαμονή

κι έχω μάθει ξαφνικά πως ένα λάσο με γραπώνει

στην εκστατική παρουσία του κόσμου.

 

Για τούτη την αρμονία μιλώ.

 
Ο κόσμος με συνέχει. Ευχαριστώ τη βροντή.

   

AMOR FATI

 

El crepitar

de unas ramas de olivo

que se queman sin prisa tras la poda,

el ímpetu del pájaro en el cielo,

su timidez en el arbusto, el áspero

zarzal y la humareda

me están pidiendo

una confirmación, su debido registro

entre lo que sucede.

                                  Necesitan

el sí callado que he de darles

para poder hacer en su existencia

un hueco a mi existencia muda.

Comprendo que se trata

-como en el lazo entre la flor y el día-

de un destino recíproco,

de un mutuo ser en lo que es, sin más.

 

(Ninguna plenitud,

tampoco, aún, ninguna pérdida)

 

Acepto estar aquí, y estar mirando

estas cosas sin cifra.

Acepto, juzgo, doy

al aire

el mismo aire

que me sustenta a mí.

 

p. 55-56

 

AMOR FATI

 

Το σπινθήρισμα

μερικών κλαδιών ελιάς

που καίγονται χωρίς βιάση στο κλάδεμα,

η ορμή του πουλιού στον ουρανό,

η ατολμία του στο θάμνο, ο άγονος

βατότοπος και το σύννεφο καπνού

μου ζητούν

μια επιβεβαίωση, μια δέουσα εγγραφή

σε αυτό που συμβαίνει.

                                           Χρειάζονται

το σιωπηλό ναι που έχω να τους δώσω

για να μπορέσω να κάνω μες στην ύπαρξή τους

μια οπή στην άλαλη ύπαρξή μου.

Κατανοώ πως πρόκειται

-όπως στον κόμπο άνθους και ημέρας-

για ένα αμοιβαίο πεπρωμένο,

για μια από κοινού ύπαρξη σ’ αυτό που είναι, χωρίς κάτι άλλο.

(Καμία πληρότητα,

μήτε, ακόμη, καμία απώλεια.)

 

Δέχομαι να είμαι εδώ, και να κοιτώ

αυτά τα πράγματα άνευ αριθμού.

Δέχομαι, κρίνω, δίνω

στον αέρα

τον ίδιο αέρα

που με τρέφει.

   

LA PUERTA

Al cerrar esta puerta he querido poner

un límite a los otros. Éste es

el aire personal

que ahora ocupo con qué muda impaciencia.

 

Me recibe una luz enrojecida;

de inmediato se alterna con la sombra

porque lo quiere el viento de la tarde.

Densa velocidad, nubes febriles:

han traído hasta el cuarto su ecuación.

 

Si el mundo alberga esta íntima alternancia

por la que se construye en medio de su vértigo,

quizá también a mí me configura

un sucederse, una ecuación también,

no de luz y de sombra,

sino de soledad y de contacto.

 

La puerta me divide. Aquí,

esta intrincada ansia de estar solo;

al otro lado, el laberinto

que los demás despliegan.

 

Dos espacios contiguos y una respiración

para desconocerse y para ser.

 

En lo vivido, un viento que no aúlla,

aunque sopla imparable,

abre y cierra la puerta,

 

abre y cierra

la puerta.

 

p. 77-78



 
Η ΠΟΡΤΑ
 
Στο κλείσιμο αυτής της πόρτας θέλησα να βάλω
ένα όριο στους άλλους. Αυτό είναι
ο προσωπικός αγέρας
που τώρα κυριεύω με τι σιωπηλή ανυπομονησία.
 
Με δέχεται ένα κατακόκκινο φως·
αμέσως εναλλάσσεται με τη σκιά
καθώς το στέργει ο εσπερινός άνεμος.
Πυκνή ταχύτητα, πυρετώδεις νεφέλες:
έχουν φέρει ως το δωμάτιο την εξομοίωσή τους.
 
Αν ο κόσμος φιλοξενεί αυτήν την στενή περιτροπή
διά της οποίας σχηματίζεται εν μέσω του ιλίγγου της,
μπορεί κι εμένα να με διαμορφώνει
ένα γίγνεσθαι, μια εξομοίωση επίσης,
αντί φωτός και σκιάς,
μοναξιάς και επαφής.
 
Η πόρτα με χωρίζει.  Εδώ,
περιπλέκεται η ανησυχία να είσαι μόνος·
απ’ την άλλη, ο λαβύρινθος
που οι άλλοι ξεδιπλώνουν.
 
Δυο διπλανοί χώροι και μια ανάσα
για να μην αναγνωρίζεσαι και να υπάρχεις.
 
Διά ζώσης, ένας άνεμος που δεν στριγγλίζει
αν και φυσά ακατάπαυστος
ανοίγει και κλείνει την πόρτα,
 
ανοίγει και κλείνει
την πόρτα.
   
μετάφραση στα ελληνικά
Αντιγόνη Κατσαδήμα      

 
 
 

No comments:

Post a Comment