Antonio Cabrera, Montaña
al Sudoeste, antología poética, edición de Joseph M. Rodriguez, editorial
Renacimiento, Sevilla 2014, p. 26-27.
L´ILLA DELS PENSAMENTS
(Cullera)
Un nombre fue lo que
hasta allí me atrajo,
un nombre espléndido
y solemne
que prometía la
homérica luz a mis sentidos,
el aire,
la espuma de un hado
feroz.
Y al mismo tiempo,
me proponía la idea
perpetuamente concebida
de un hombre solo
mirando el infinito.
Atrás dejé las
urbanizaciones,
pisé la áspera
hierba entre las piedras.
Ni una sola
fragancia vegetal,
nada terrestre, pudo
entonces distraerme.
Llegado al borde
del alto acantilado,
vi por fin la que llaman
illa dels pensaments,
una humilde porción
de roca desgajada
que las olas habrán
de disolver sin odio,
sólo eso.
Imaginé a las
gaviotas-me pareció muy justo-
trazando sobre ella
un jeroglífico con líneas
transparentes,
y a la gente
intentando desde siempre descifrarlo.
Así, sus
pensamientos se suman al símbolo radiante
de modo que la
simple luz
se hace misterio.
Sentencié que el mar
es una proyección azul y abstracta
de quienes lo
presencian. Y que un nombre tan noble
para un lugar tan
repetido
es cuanto de
admirable puede quizá concluirse.
Volví sobre mis
pasos,
pisé otra vez la
hierba y parecía intacta.
Supe
que podía seguir
pensando
en una luz homérica
y en un hado feroz,
que continuaba
siendo un hombre solo
y que, por tanto, ya
miraba constantemente el infinito.
Η
ΝΗΣΟΣ ΤΩΝ ΣΚΕΨΕΩΝ
Ένα όνομα ήταν αυτό που μέχρι
εκεί με έφτασε,
ένα εξαίσιο και μεγαλόπνοο όνομα
που υποσχόταν φως ομηρικό στις
αισθήσεις μου,
τον αγέρα,
τον αφρό ενός άγριου γραπτού.
Και συγχρόνως,
μου πρότεινε την ιδέα που αέναα
συλλαμβανόταν
ενός άντρα μόνου να κοιτά το
άπειρο.
Πίσω άφησα τους οικισμούς,
πάτησα το αγριόχορτο ανάμεσα στις
πέτρες.
Ούτε μία φυτική ευωδιά,
τίποτε γήινο, μπόρεσα, λοιπόν, ν’
αφαιρεθώ.
Φτάνοντας στην άκρη
στο τέρμα απόκρημνο, είδα εν
τέλει ποια λένε
νήσο
των σκέψεων,
μια ταπεινή μερίδα αποκομμένου
βράχου
που τα κύματα θα ‘χουν να
διαλύσουν χωρίς μίσος
μόνο εκείνο.
Φαντάστηκα τους γλάρους-μου
φάνηκε πολύ σωστό-
να χαράσσουν πάνω της ένα
ιερογλυφικό με γραμμές
διάφανες,
και τον κόσμο να επιχειρεί
ανέκαθεν να το διαβάσει.
Έτσι, οι σκέψεις της αθροίζονται
στ’ ακτινοβόλο σύμβολο
με τρόπο που το απλό φως
γίνεται μυστήριο.
Είπα πως η θάλασσα είναι μια
γαλανή απλανής προβολή
αυτών που της δίνουν παρουσία. Κι
ένα τόσο ευγενές όνομα
για έναν τόπο τόσο ακατάπαυστο
είναι πόσο υπέροχο μπορεί άραγε
να καταλήξει.
Γύρισα στα βήματά μου,
πάτησα ξανά το χόρτο και φάνηκε
άθικτο.
Έμαθα
πως μπορούσα να συνεχίσω να
συλλογιέμαι
ένα φως ομηρικό κι ένα άγριο
γραπτό,
πως συνέχιζα να είμαι ένας άντρας
μόνος
που, ωστόσο, ήδη κοίταζε επίμονα
το άπειρο.
UN TRUENO
No esperaba
encontrar en medio de la noche
esa armonía, un orden
escondido
no en el trazo
remoto de las constelaciones
sino en la
madrugada, en su espesura misma,
que es la auténtica
noche que nos tiene.
Hablo de una armonía
súbitamente
desvelada.
Hablo de un trueno
prolongado, largo,
que ha ido
desplegando el mundo
con esa lentitud que
el mundo exige
cuando quiere
ponerse por propia voluntad
ante nosotros.
Sonó aislado y
único, y me sacó del sueño.
Pude oír claramente su
redoble final,
su grave majestad
desfalleciendo
mientras tras él se
alzaba, silencioso,
el escenario de las
cosas quietas
que en la
desatendida noche abren
su realidad, su
centro, su secreto.
Me he despertado en
una estancia oscura
y he sabido de
pronto que un lazo me sujeta
a la presencia
estática del mundo.
De esa armonía
hablo.
p. 38-39
ΜΙΑ ΒΡΟΝΤΗ
Δεν περίμενα να βρω εν μέσω της
νυκτός
κείνη την αρμονία, μια κρυφή τάξη
μήτε στην απόμακρη χάραξη των
αστερισμών
μα στο ξημέρωμα, στην ίδια του
την πυκνωσιά,
που ‘ναι η αυθεντική νυχτιά που
μας κατέχει.
Μιλώ για μιαν αρμονία
που μεμιάς επαγρυπνεί.
Μιλώ για μια βροντή διαρκείας,
μεγάλη,
που ξεδίπλωσε ο κόσμος
με κείνη τη βραδύτητα που ο
κόσμος αξιώνει
όταν επιθυμεί να τεθεί από καθαρή
βούληση
ενώπιόν μας.
Ονειρεύτηκε αποκομμένος κι ένας,
και με πήρε απ’ το όνειρο.
Μπόρεσα ν’ ακούσω καθαρά το
τελικό τυμπάνισμά του,
τη σοβαρή μεγαλειότητά του να
εξασθενεί
ενώ ξοπίσω του, σιωπηρό, υψωνόταν
το σκηνικό των ήσυχων πραγμάτων
που μες στην αμέριμνη νύχτα
ανοίγουν
την πραγματικότητά τους, το
κέντρο τους, το μυστικό τους.
Έχω ξυπνήσει σε μια σκοτεινή διαμονή
κι έχω μάθει ξαφνικά πως ένα λάσο
με γραπώνει
στην εκστατική παρουσία του
κόσμου.
Για τούτη την αρμονία μιλώ.
AMOR FATI
El crepitar
de unas ramas de
olivo
que se queman sin
prisa tras la poda,
el ímpetu del pájaro
en el cielo,
su timidez en el
arbusto, el áspero
zarzal y la humareda
me están pidiendo
una confirmación, su
debido registro
entre lo que sucede.
Necesitan
el sí callado que he
de darles
para poder hacer en
su existencia
un hueco a mi
existencia muda.
Comprendo que se
trata
-como en el lazo
entre la flor y el día-
de un destino
recíproco,
de un mutuo ser en
lo que es, sin más.
(Ninguna plenitud,
tampoco, aún,
ninguna pérdida)
Acepto estar aquí, y
estar mirando
estas cosas sin
cifra.
Acepto, juzgo, doy
al aire
el mismo aire
que me sustenta a
mí.
p. 55-56
AMOR FATI
Το σπινθήρισμα
μερικών κλαδιών ελιάς
που καίγονται χωρίς βιάση στο
κλάδεμα,
η ορμή του πουλιού στον ουρανό,
η ατολμία του στο θάμνο, ο άγονος
βατότοπος και το σύννεφο καπνού
μου ζητούν
μια επιβεβαίωση, μια δέουσα
εγγραφή
σε αυτό που συμβαίνει.
Χρειάζονται
το σιωπηλό ναι που έχω να τους
δώσω
για να μπορέσω να κάνω μες στην
ύπαρξή τους
μια οπή στην άλαλη ύπαρξή μου.
Κατανοώ πως πρόκειται
-όπως στον κόμπο άνθους και
ημέρας-
για ένα αμοιβαίο πεπρωμένο,
για μια από κοινού ύπαρξη σ’ αυτό
που είναι, χωρίς κάτι άλλο.
(Καμία πληρότητα,
μήτε, ακόμη, καμία απώλεια.)
Δέχομαι να είμαι εδώ, και να
κοιτώ
αυτά τα πράγματα άνευ αριθμού.
Δέχομαι, κρίνω, δίνω
στον αέρα
τον ίδιο αέρα
που με τρέφει.
LA PUERTA
Al cerrar esta
puerta he querido poner
un límite a los
otros. Éste es
el aire personal
que ahora ocupo con
qué muda impaciencia.
Me recibe una luz
enrojecida;
de inmediato se
alterna con la sombra
porque lo quiere el
viento de la tarde.
Densa velocidad,
nubes febriles:
han traído hasta el
cuarto su ecuación.
Si el mundo alberga
esta íntima alternancia
por la que se
construye en medio de su vértigo,
quizá también a mí
me configura
un sucederse, una
ecuación también,
no de luz y de
sombra,
sino de soledad y de
contacto.
La puerta me divide.
Aquí,
esta intrincada
ansia de estar solo;
al otro lado, el
laberinto
que los demás
despliegan.
Dos espacios
contiguos y una respiración
para desconocerse y
para ser.
En lo vivido, un
viento que no aúlla,
aunque sopla
imparable,
abre y cierra la
puerta,
abre y cierra
la puerta.
p. 77-78
Η ΠΟΡΤΑ
Στο κλείσιμο αυτής της πόρτας
θέλησα να βάλω
ένα όριο στους άλλους. Αυτό είναι
ο προσωπικός αγέρας
που τώρα κυριεύω με τι σιωπηλή
ανυπομονησία.
Με δέχεται ένα κατακόκκινο φως·
αμέσως εναλλάσσεται με τη σκιά
καθώς το στέργει ο εσπερινός
άνεμος.
Πυκνή ταχύτητα, πυρετώδεις
νεφέλες:
έχουν φέρει ως το δωμάτιο την
εξομοίωσή τους.
Αν ο κόσμος φιλοξενεί αυτήν την
στενή περιτροπή
διά της οποίας σχηματίζεται εν
μέσω του ιλίγγου της,
μπορεί κι εμένα να με διαμορφώνει
ένα γίγνεσθαι, μια εξομοίωση
επίσης,
αντί φωτός και σκιάς,
μοναξιάς και επαφής.
Η πόρτα με χωρίζει. Εδώ,
περιπλέκεται η ανησυχία να είσαι
μόνος·
απ’ την άλλη, ο λαβύρινθος
που οι άλλοι ξεδιπλώνουν.
Δυο διπλανοί χώροι και μια ανάσα
για να μην αναγνωρίζεσαι και να
υπάρχεις.
Διά ζώσης, ένας άνεμος που δεν
στριγγλίζει
αν και φυσά ακατάπαυστος
ανοίγει και κλείνει την πόρτα,
ανοίγει και κλείνει
την πόρτα.
μετάφραση στα ελληνικά
Αντιγόνη Κατσαδήμα
No comments:
Post a Comment