José Angel Valente, Antología Poética, Alianza editorial, Madrid 2014, p. 90-91
Tierra de nadie
La ciudad se ponía
amarilla y cansada
como un buey triste.
Entraba
la niebla lentamente
por los largos
pasillos.
Pequeña ciudad
sórdida, perdida,
municipal, oscura.
No sabíamos
a qué carta poner
la vida
para no volver
siempre
sin nada entre las
manos
como buceadores del
vacío.
Palabras incompletas
o imposibles
Signos.
Adolescentes en el orden
reverencial de las
familias.
Y los muertos
solemnes.
Lunes,
domingo, lunes.
Ríos
de soledad.
Pasaban largos trenes
sin destino.
Y bajaba la niebla
lamiendo los
desmontes
y oscureciendo el
frío.
Por los largos pasillos
me perdiera
del recinto infantil
ahora desnudo,
cercenado, tapiado
por la ausencia.
Χώρα
κανενός
κιτρίνιζε και πτοούταν
σαν ένα λυπημένο βόδι.
Ερχόταν
η ομίχλη βραδύνους
απ’ τις απέραντες στοές.
Μικρή πόλη, μίζερη, χαμένη,
του δήμου, σκοτεινή.
Δεν
ξέραμε
σε ποιο γράμμα να βάλουμε
τη ζωή
για να μη γυρίζουμε πάντα
με άδεια χέρια
σαν να ψηλαφούμε το κενό.
Λέξεις ατελείς ή αδύνατα
σημεία.
Έφηβοι στη σεβάσμια
τάξη των οικογενειών.
Και οι νεκροί μεγαλειώδεις.
Δευτέρα,
κυριακή, δευτέρα.
Ποτάμια
μοναξιάς.
Περνούσαν σειρές τρένα
χωρίς προορισμό.
Κι έπεφτε η
ομίχλη
γλείφοντας τις αποψιλώσεις
κι ενώ σουρούπωνε το κρύο.
Στις απέραντες στοές θα χανόμουν
απ’ τον παιδικό περίβολο πλέον
γυμνός,
ξεκομμένος, κατάμεστος της
απουσίας.
Traducción Antígona
Katsadima
No comments:
Post a Comment