LA SOLEDAD
Η ΜΟΝΑΞΙΑ
Η Μοναξιά
γεννήθηκε από το θάνατο της μητέρας της. Ο Λεοπάρντι από καιρό ξεκαθάρισε ότι η
γέννηση είναι κίνδυνος του θανάτου,
nasce l´uomo a
fática
ed é rischio di
morte il nascimento,
κίνδυνος θανάτου
για τη ζωή που γεννιέται, κίνδυνος θανάτου για αυτήν που τη δίνει.
Η φτωχή Προστασία, η μητέρα της
Μοναξιάς, στα πέντε χρόνια γάμου, είχε κάνει μια ζωή σκοτεινή και σιωπηρά
τραγική. Ο σύζυγός της ήταν αψυχολόγητος και φαινόταν αναίσθητος. Δεν ήξερε η
φτωχή πώς παντρεύτηκε. Βρέθηκε στα δεσμά του γάμου με εκείνον τον άντρα σαν να
ξύπνησε από όνειρο. Όλη της η εργένικη ζωή χανόταν στο πούσι μιας απόστασης, κι
όταν την αναπολούσε, θυμόταν τον εαυτό της, ποια ήταν προτού παντρευτεί, όπως
μία ξένη. Δεν μπορούσε να ξέρει αν ο άντρας της την ποθούσε ή την απεχθανόταν.
Έμενε σπίτι μόνο για το φαΐ και τον ύπνο, για το ζωώδες της ζωής. Δούλευε έξω,
μιλούσε έξω, το ‘ριχνε έξω. Ποτέ δεν απεύθυνε μια πιο ψηλή ή ξυνή κουβέντα στην
φτωχή γυναίκα του. Ποτέ δεν αντάλλαξε λόγια μαζί της σε κάτι. Όταν εκείνη, η
καημένη Προστασία τον ρωτούσε κάτι, συμβουλευόταν τη γνώμη του, έπαιρνε την
ίδια απαράλλακτη απάντηση: «Εντάξει, λοιπόν, άσε με ήσυχο, όπως θες εσύ!». Κι
αυτό το επίμονο «όπως θες εσύ!» πλησίαζε
την καρδιά της καημένης Προστασίας, μια καρδιά ασθενική, σαν κοφτερό μαχαίρι. «Όπως
θες εσύ!- σκεφτόταν η δύστυχη-, δηλαδή, η θέλησή μου δεν αξίζει ούτε καν μια
αψιμαχία». Κι ύστερα αυτό «άσε με ήσυχο», εκείνο το τρομερό «άσε με ήσυχο!» που
δίνει πίκρα σε τόσα σπιτικά. Στης Προστασίας, που έπρεπε να είναι εστία
προστασίας, τούτη η τρομερή και δυσοίωνη ειρήνη σκοτείνιαζε τα πάντα.
Τον πρώτο χρόνο γάμου η Προστασία
απόκτησε ένα γιο. Αλλά στο λυπημένο απροστάτευτο και σταχτόχρωμο σπιτικό
λαχταρούσε μια κόρη. «Ένας γιος –σκεφτόταν- ένας άντρας! Οι άντρες πρέπει πάντα
να δρουν εκτός σπιτιού!». Κι έτσι, όταν ξανάμεινε έγκυος, δεν ονειρευόταν παρά
μόνο κορίτσι. Και θα έπρεπε να την πουν Μοναξιά. Η καημένη έπεσε στο κρεβάτι
σοβαρά άρρωστη. Υπήρχαν στιγμές που η καρδιά της έσβηνε. Κατάλαβε πως θα ζούσε
μόνο για να γεννήσει την κόρη της, μέχρι να την βάλει στο σκοτεινό σπιτικό.
Φώναξε τον άντρα της και του είπε: «Κοίτα, Πέδρο, αν, όπως ελπίζω, είναι
κορίτσι, θα την βγάλεις Μοναξιά, ναι;». «Καλά, εντάξει-απάντησε αυτός-, έχουμε
καιρό να το σκεφτούμε» και σκεφτόταν πως εκείνη τη μέρα, με εκείνον τον τοκετό,
θα έχανε στην παρτίδα ντόμινο. «Είναι που πεθαίνω, Πέδρο, και δε θα μπορώ να
αντισταθώ σε αυτό», πρόσθεσε. «Ανησυχίες!», απάντησε αυτός. «Ας
είναι-αποκρίθηκε η Προστασία-αλλά αν βγει κορίτσι, θα την πείτε Μοναξιά, ναι;».
«Καλά, ναι, άσε με ήσυχο. Όπως θες εσύ!», κατέληξε αυτός.
Και τον άφησε ήσυχο για πάντα.
Αφότου γέννησε την κόρη της, είχε χρόνο μόνο για να πάρει είδηση ότι ήταν
κορίτσι. Κι οι τελευταίες λέξεις της ήταν: «Μοναξιά, ε, Πέδρο; Μοναξιά!».
Ο άντρας έμεινε αποσβολωμένος και
συντετριμμένος, μήπως τι ήταν αυτός. Χήρος, στην ηλικία του, και με δυο μικρά
παιδιά. Ποιος θα του πρόσεχε τώρα το σπίτι; Ποιος θα τα μεγάλωνε; Διότι μέχρι η
μικρή να μεγάλωνε και να έπαιρνε τα κλειδιά και το νοικοκυριό στα χέρια της...Και
πώς να ξαναπαντρευόταν! Όχι, δεν θα το ξανάκανε. Ήξερε πια τι ήταν να είσαι
παντρεμένος, άμα το ‘ξερε νωρίτερα! Αυτό δεν θα του έλυνε τίποτα. Όχι,
αμετάκλητα όχι, δεν θα ξαναπαντρευόταν.
Επενέβη
να φέρουν τη Μοναξιά σε ένα χωριό και να τη μεγαλώσει έξω από το σπίτι. Δεν
ήθελε ενοχλήσεις από πιτσιρίκια κι ασυναρτησίες νταντάδων. Ήδη είχε μπουχτίσει
με τον άλλον, τον Πεδρίτο, τον τρίχρονο μπόμπιρα.
Η Μοναξιά θυμόταν από τα πρώτα
χρόνια της παιδικής ηλικίας της. Εκεί, στη μακρινή εποχή, οι τελευταίες αναμνήσεις
της ήταν από εκείνο το ζοφερό και σταχτύ σπιτικό, με εκείνον τον ερμητικό
πατέρα, εκείνον τον άντρα που έτρωγε μαζί της στο τραπέζι, και τη μια στιγμή
τον έβλεπε να σηκώνεται και, την άλλη, να πηγαίνει για ύπνο. Κι εκείνα τα φιλιά
από λήθαργο, εξ’ ανάγκης. Μόνη της συντροφιά ήταν ο Πεδρίτο, ο αδελφός της.
Αλλά ο Πεδρίτο έπαιζε μαζί της με την πιο αυστηρή έννοια, δηλαδή, σαν να έπαιζε
με μία κούκλα. Εκείνη, η Μοναξιά, η μοναχούλα, ήταν το παιχνίδι του. Κι ήταν
όπως ο άντρας που έπρεπε να είναι ένα κτήνος. Επειδή είχε πιο δυνατές γροθιές,
ήθελε πάντα να έχει δίκιο. «Εσείς, οι γυναίκες, δεν κάνετε για τίποτα! Αυτοί
που διοικούν είναι οι άντρες!», μια φορά της είπε.
Η Μοναξιά ήταν ένα πλάσμα
εξαιρετικά δεκτικό, ένα πνεύμα ευαισθησίας. Συχνά οι γυναίκες έχουν αυτό το
πνεύμα δεκτικότητας, που, καθώς δεν προκαλεί τίποτε, προεκτείνεται χωρίς κανείς
να το πάρει είδηση. Αρχικά, η Μοναξιά εμφανίστηκε κλαμένη και πληγωμένη μπροστά
στον πατέρα της, τη Σφίγγα, ζητώντας δικαιοσύνη. Αλλά ο άκαμπτος βαρώνος της
απαντούσε ξερά: «Λοιπόν, καλά, άσε με ήσυχο! Ένα φιλί να σας δώσω και προσοχή
μην επαναληφθεί!». Έτσι πίστευε πως το κανόνιζε, πετώντας από πάνω του την
ενόχληση. Κι αυτό πήρε τέλος, επειδή η Μοναξιά δεν παραπονέθηκε ξανά στον
πατέρα της για τις κτηνωδίες του αδελφού της, και υπέμεινε τα πάντα σιωπηλή,
αφήνοντάς τον, εκείνον, στην ησυχία του και αποφεύγοντας τα εξευτελιστικά
αδελφικά φιλιά.
Πύκνωνε κι ολοένα σκοτείνιαζε η
σταχτόχρωμη θλίψη στο σπιτικό τους. Ξεκουραζόταν μόνο στο κολέγιο, όπου ο
πατέρας της την έγραψε με ημιδιατροφή, για να την έχει λιγότερο καιρό πάνω απ’
το κεφάλι του. Εκεί, στο κολέγιο, έμαθε πως όλες οι συμφοιτήτριές της είχαν ή
έπρεπε να είχαν μητέρα. Και μια μέρα, την ώρα του φαγητού, τόλμησε να ενοχλήσει
τον πατέρα της ρωτώντας τον: «Πες, μπαμπά, εγώ έχω μητέρα;». «Μα τι ερώτηση, -
απάντησε ο άντρας-, όλοι έχουμε μητέρα. Γιατί ρωτάς;». «Και πού είναι η μητέρα
μου, μπαμπά;», «πέθανε με το που γεννήθηκες», «α, τι κρίμα!», λύγισε η Μοναξιά.
Και τότε ο πατέρας για μια στιγμή έσπασε την άξεστη φειδώ του στα λόγια, της
είπε πως τη μητέρα της, την έλεγαν Προστασία και της έδειξε ένα πορτρέτο της
μακαρίτισσας. «Τι όμορφη που ήταν!», αναφώνησε η μικρή. Κι ο πατέρας πρόσθεσε:
«Ναι, αλλά όχι τόσο όσο εσύ!». Σε αυτήν την φιλοφρόνηση, που του ξέφυγε, έπεφτε
σε μία από τις κενοδοξίες του. Πίστευε πως η κόρη του όφειλε σε εκείνον ότι
ήταν πιο όμορφη από τη μητέρα. « Κι εσύ, Πεδρίτο- είπε η Μοναξιά στον αδελφό
της- συγκινημένη από εκείνο το φευγαλέο ξάναμμα του σπιτικού-, τη θυμάσαι;»,
«πώς να τη θυμάμαι άμα ήμουν τριών όταν πέθανε!», «Εντάξει, εγώ στη θέση σου θα
τη θυμόμουν», απάντησε η μικρή. «Βέβαια, οι γυναίκες είστε εξυπνότερες!»,
αναφώνησε το πολλά υποσχόμενο αντράκι. «Όχι, αλλά ξέρουμε να θυμόμαστε πιο
καλά». «Καλά, καλά, μη λες ανοησίες κι άσε με ήσυχο». Και εκεί έληξε η κουβέντα
εκείνης της αξιομνημόνευτης νύχτας που η Μοναξιά έμαθε πως είχε μητέρα.
Και τη σκεφτόταν τόσο που σχεδόν
τη θυμήθηκε. Αποίκησε τη μοναξιά της με μητρικά οράματα.
Περνούσαν τα χρόνια, όλα ίδια,
σταχτόχρωμα και λυπημένα σε εκείνο το κάταχνο σπιτικό. Ο πατέρας δεν γερνούσε
κι ούτε μπορούσε να γεράσει. Την ίδια ώρα, καθημερινά, έκανε τις ίδιες
ασχολίες, με μία μηχανική κανονικότητα. Κι ο αδελφός άρχισε να το ρίχνει έξω,
το χωριό μιλούσε για αυτόν. Ώσπου εξαφανίστηκε, η Μοναξιά δεν γνώριζε πού.
Έμειναν πατέρας και κόρη μόνοι, μόνοι και χωρισμένοι. Ζώντας, δηλαδή, με το να
τρώνε και να κοιμούνται κάτω από την ίδια στέγη.
Τελικά ήρθε μια μέρα που άνοιξαν
οι ουρανοί στη Μοναξιά. Ένας νεαρός ιππότης που ως εκείνη τη στιγμή την έτρωγε
με τα μάτια κάθε που την έβλεπε στο δρόμο, της έκανε πρόταση να τον πιάσει δοκιμαστικά
φίλο. Η φτωχή Μοναξιά είδε να της ανοίγει η ζωή, και, παρά τις κάποιες
αμφιβολίες της, που μάταια ήθελε να αποβάλει από πάνω της, τον δέχτηκε. Κι ήταν
σαν άνοιξη.
Η Μοναξιά άρχισε να ζει,
ξαναγεννιόταν. Ανακάλυψε νόημα σε πολλά που ως τότε δεν είχαν καμία σημασία για
κείνη. Άρχισε να κατανοεί πολλά από αυτά που είχε ακούσει από δασκάλες και
συμφοιτήτριες στο κολέγιο, πολλά από αυτά που είχε διαβάσει. Όλα έδειχναν να
τραγουδούν μέσα της. Όμως συγχρόνως ανακάλυψε όλη τη φρίκη του σπιτικού τους,
κι ότι αν δεν ήταν η εικόνα, πάντα παρούσα μπροστά της, του αγαπητικού της, θα
είχε ριζώσει εκεί σε εκείνον τον άντρα από γρανίτη.
Ήταν αληθινή αποκάλυψη εκείνος ο
αρραβώνας για τη φτωχή Μοναξιά. Κι ο πατέρας έδειχνε να μην είχε μάθει τίποτα ή
να μην ήθελε να μάθει. Από την πλευρά του δεν υπήρξε η ελάχιστη αναφορά. Αν
βγαίνοντας από το σπίτι, διασταυρωνόταν με τον αγαπητικό της κόρης του που
πλησίαζε στην προσευχή, τις ώρες της χορταστικής ομιλίας, έκανε σαν να μην
ήξερε. Η φτωχή Μοναξιά πάνω από μία φορά επεδίωξε να κάνει μια νύξη στον πατέρα
της, την ώρα του φαγητού στο τραπέζι. Αλλά οι λέξεις της σκάλωναν στο στόμα
προτού βγουν. Και σώπαινε, έμενε σιωπηλή.
Άρχισε η Μοναξιά να διαβάζει στα
βιβλία ότι ο αρραβωνιαστικός της, την απατούσε. Άρχισε, χάρη σε αυτόν, να
γνωρίζει τον κόσμο. Κι εκείνος ο νέος δεν περνούσε για άντρας. Ήταν τρυφερός,
χαρωπός, ανοιχτός, είρων, μέχρι που και της πήγαινε κόντρα, μερικές φορές. Για
τον πατέρα της δεν του μίλησε ποτέ.
Επρόκειτο για τη μύηση στη ζωή
και σε ένα ονειρεμένο σπιτικό. Η Μοναξιά άρχισε έμπρακτα να ονειρεύεται πώς θα
ήταν ένα σπίτι, να αντιλαμβάνεται πώς ήταν τα αληθινά σπίτια των φιλενάδων της.
Κι αυτή η γνώση, αυτό το συναίσθημα μάλλον, μεγάλωσε, μέσα της, τη φρίκη για τη
φωλιά, στην οποία ζούσε.
Και ξαφνικά, μια μέρα, όταν δεν
το περίμενε, ήρθε η κατάρρευση. Ο αρραβωνιαστικός της που έλειπε για ένα μήνα,
της έστειλε ένα εκτενές γράμμα φίσκα στις τρυφερότητες, λέγοντάς της επιτηδευμένα
και στριφογυρίζοντας, μέσα από χίλια κανακεύματα, ότι η σχέση τους δεν μπορούσε
να συνεχίσει. Κι έκλεινε με αυτήν την τρομερή φράση: «Ίσως έρθει μια μέρα που
ένας άλλος σε κάνει πιο ευτυχισμένη απ’ όσο εγώ». Η Μοναξιά ένιωσε ένα σκοτεινό
κρύο να της τυλίγει την ψυχή κι όλη την κτηνωδία, την ανείπωτη κτηνωδία του
άντρα, δηλαδή, του βαρώνου, του αρσενικού. Αλλά υπέμεινε σιωπηλή με τα στεγνά
μάτια της τον εξευτελισμό και τον πόνο της. Δεν ήθελε να φανεί αδύναμη μπροστά
στον πατέρα της, μπροστά στη σφίγγα.
Γιατί; Γιατί την παράτησε ο
αρραβωνιαστικός της; Επειδή κουράστηκε; Γιατί; Επειδή μπορεί ένας άντρας να
κουραστεί να αγαπά; Είναι δυνατόν να κουραστείς από την αγάπη; Όχι, είναι
επειδή ποτέ δεν την αγάπησε. Κι αυτή, η φτωχή Μοναξιά, διψασμένη για αγάπη από
τη γέννησή της, κατάλαβε πως δεν την αγάπησε ποτέ εκείνος ο άλλος άντρας. Και
βυθίστηκε στον εαυτό της, βρίσκοντας καταφύγιο στη λατρεία της μητέρας της, στη
λατρεία της Παρθένου. Και δεν έκλαψε, διότι ο πόνος της δεν ήταν από δάκρυα.
Ήταν ένας πόνος ξερός και καυτός.
Μία μέρα, την ώρα του φαγητού, ο
πατήρ σφίγγα άνοιξε το στόμα για να πει: «Τι! Καθώς φαίνεται, τέλειωσε πια
αυτό!». Κι η Μοναξιά ένιωσε να της περνούν στην καρδιά ένα παγερό σπαθί.
Σηκώθηκε απ’ το τραπέζι, αποσύρθηκε στο δωμάτιό της κι αναφωνάζοντας «μητέρα
μου» ξέσπασε σε σπασμωδικούς λυγμούς. Κι έκτοτε ο κόσμος, την βρίσκει στο κενό.
Ώσπου πέρασαν δυο χρόνια κι ένα
πρωί βρήκαν τον πατέρα, δον Πέδρο, νεκρό στο κρεβάτι του. Η καρδιά του είχε
σταματήσει. Κι η κόρη του, μόνη πια στον κόσμο, δεν τον έκλαψε.
Έμεινε μόνη η Μοναξιά, εντελώς
μόνη. Και για να μεγαλώσει η μοναξιά της, πούλησε τέσσερα οικόπεδα που της
άφησε ο πατέρας της, έκανε μια μικρούτσικη περιουσία και πήγε να ζήσει μακριά,
πολύ μακριά, εκεί που κανείς δεν τη γνώριζε και δεν γνώριζε κανένα.
Κι αυτή είναι εκείνη η Μοναξιά,
σήμερα πια σχεδόν αρχαία, αυτή η απλή κι ευγενής μικρή γυναίκα που βλέπετε κάθε
απόγευμα να λιάζεται στις όχθες του ποταμού, αυτή η μικρή μυστηριώδης γυναίκα
που κανείς δεν ξέρει από πού ήρθε κι από πού είναι. Εκείνη είναι η φιλεύσπλαχνη
μοναχή που σιωπηλά προσφέρει τη βοήθεια που ξέρει, στους πέρα τόπους, και
μπορεί να σώζει ζωές. Εκείνη είναι η καλή μικρή γυναίκα, της οποίας, καμιά φορά,
ξεφεύγει κάποιο από εκείνα τα πικρά λόγια, καταδότες της σκληροτράχηλης
θλίψης.
Κανείς
δεν ήξερε την ιστορία της κι έφτασαν να προπαγανδίζουν το μύθο μιας τρομερής
τραγωδίας για κείνη. Όμως, καθώς βλέπετε, δεν υπάρχει στη ζωή της τραγωδία
αναπαραστάσιμη αλλά στο μέγιστο αυτή η τραγωδία αποβαίνει χυδαία, μη αναπαραστάσιμη,
νοερή, ενώ καταστρέφει τόσες ανθρώπινες ζωές: η τραγωδία της μοναξιάς.
Μόνο έχει μείνει στην ιστορία,
δεν πάνε πολλά χρόνια, ότι ένας γερασμένος άντρας, πρώιμα εξασθενημένος,
αναζητούσε τη Μοναξιά, κυρτός λες κι από το βάρος των ελαττωμάτων, και σύντομα
ξεψύχησε στο σπίτι της μικρής γυναίκας. «Ήταν ο αδελφός μου!». Ήταν το μόνο που
την άκουσαν να λέει.
Και τώρα καταλαβαίνετε τι είναι η
μοναξιά στην ψυχή της γυναίκας και της γυναίκας που διψά για στοργή και πεινά
για σπιτικό; Ο άντρας στις κοινωνίες μας έχει χωράφια για να ξεκουράσει τη
μοναξιά του. Αλλά μια γυναίκα που δεν επιθυμεί να κλειστεί σε μοναστήρι, τι
πρέπει να κάνει μόνη μεταξύ μας;
Εκείνη η φτωχή μικρή γυναίκα που
βλέπετε να περιπλανιέται στις όχθες του ποταμού, άσκοπα κι ελεύθερα, έχει
νιώσει όλη την τεράστια κτηνωδία του ζωώδους εγωισμού του άντρα. Τι σκέφτεται;
Για ποιο λόγο ζει; Ποια μακρινή ελπίδα την κρατά στη ζωή;
Έχω υφάνει σχέση, δε λέω φιλία,
με τη Μοναξιά κι έχω πασχίσει να της εκμαιεύσω το απόλυτο συναίσθημα ζωής και
πεπρωμένου, αυτό που κάποιος θα αποκαλούσε φιλοσοφία της. Μέχρι σήμερα έχω
καταφέρει λίγα ή τίποτα, αλλά ελπίζω να το πετύχω. Αυτό που έχω καταφέρει είναι
να γνωρίσω την ιστορία της, αυτή που μόλις σας διηγήθηκα. Πέραν αυτού δεν έχω
διαβάσει παρά στοχασμούς που βρίθουν από καλή λογική μεν, από ψυχρή καλή λογική
πλησίον του ποταπού δε.
Είναι γυναίκα
απίστευτου βιβλιοπολιτισμού, καθώς έχει διαβάσει πολύ και είναι οξυδερκής. Αλλά
κυρίως είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στις χοντράδες και τις κτηνωδίες κάθε τάξης.
Έτσι ζει, μοναχή και σε απόσταση, για να μην υποφέρει τις σπρωξιές της
ανθρώπινης κτηνωδίας.
Για μας, τους άντρες, έχει μία
ασυνήθιστη ιδέα. Όταν της έφερα τη συζήτηση στους άντρες, περιορίστηκε να πει:
«οι καημενούληδες!». Φαίνεται πως μας συμπονεί όπως θα έκανε κάποιος με ένα
καβούρι. Μου υποσχέθηκε μια φορά να μου μιλήσει για τους άντρες και το μεγάλο,
το μέγιστο, το ανώτατο πρόβλημα της σχέσης μεταξύ άντρα και γυναίκας. «Όχι της
σεξουαλικής σχέσης-μου είπε-, ναι;, να με καταλάβετε καλά, αλλά της γενικής σχέσης
ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα, εξίσου είτε είναι μητέρα και γιος, κόρη και
πατέρας, αδελφή κι αδελφός, φίλη και φίλος, αναφορικά σαν να ήταν σύζυγος και
γυναίκα, αρραβωνιαστικός κι αρραβωνιαστικιά ή εραστές. Το σπουδαίο, το
κεφαλαιώδες, είναι η γενική σχέση, πώς ένας άντρας πρέπει να νιώθει μία
γυναίκα, είτε μητέρα του, κόρη, αδελφή ή αγαπημένη του, και πώς μια γυναίκα
πρέπει να νιώθει έναν άντρα, είτε πατέρα της, γιο, σύζυγο ή εραστή της.». Και
περιμένω τη μέρα που η Μοναξιά θα μου μιλήσει για αυτό.
Μια φορά μιλήσαμε για την αφθονία
ερωτικών βιβλίων με τα οποία τώρα μας έχουν πλημμυρίσει, διότι με την καλή
Μοναξιά μπορούμε να μιλάμε για όλα προσέχοντας μην την πληγώσουμε. Όταν της
άνοιξα αυτή τη συζήτηση, με κοίταξε ανακριτικά με τα μεγάλα καθαρά μάτια της,
μάτια αιώνια παιδικά, και με ένα αχνό χαμόγελο στο στόμα, με ρώτησε: «πείτε, θα
φάτε; Δεν είναι έτσι;», «εννοείται θα φάω!», απάντησα έκπληκτος από την
ερώτηση. «Τότε, καλά, αν εσάς, που τρώτε, θα σας εξέπληττε να διαβάζετε ένα
βιβλίο μαγειρικής, κι αν εγώ μπορούσα να διατάξω, θα σας έστελνα στην κουζίνα
να πλύνετε τις κατσαρόλες». Και δεν είπε παραπάνω.
Μετάφραση Αντιγόνη
Κατσαδήμα
Traducción
Antígona Katsadima
Miguel
de Unamuno, El espejo de la muerte, biblioteca
Unamuno, Alianza Editorial, Madrid 2009, p. 86-95.
No comments:
Post a Comment